Εισηγήσεις για λεκτική, οπτική και ουσιαστική βελτίωση της εικόνας της Δικαιοσύνης μας. Νομική, εννοιολογική, φιλοσοφική, ιστορική, κοινωνική προσέγγιση-ΜΕΡΟΣ 7

ΜΕΡΟΣ 7

Σκέψεις περί του φιλοσοφικού «στάτους» και περί της νομικής δράσης και θέσης της κοινοδικαϊικής απόφασης στο σύστημα μας.

Επειδή τίποτα δεν είναι απόλυτο, δείχνοντας κατανόηση στο θέμα της ασφυκτικής επιβολής της αρχής της δεσμευτικότητας της (εκ νομολογίας) απόφασης, θεωρούμε ότι  ίσως η νομοπενία να αναγκάζει δικαστές και δικηγόρους να καταφεύγουν απολυτρωτικά στις αποφάσεις. Επεκτείνοντας τον συλλογισμό αυτό σε βαθύτερη ανάλυση, μπορούμε με ασφάλεια να καταλήξουμε στα αιτία της δογματικής αυτής προσήλωσης στην «απόφαση» τα οποία είναι καθ’ ημάς τρία τινά:

I.ότι ίσως έχουμε πρόβλημα περί τοις νόμοις ήτοι:

I.(α)    νομοπενία,

Ι.(β) πολυνομία εννοείται με παρεμβαλλόμενα πλείστα άχρηστα, περιττά ή ακαταλαβίστικα στοιχεία και

Ι.(γ)    κακονομία.

ΙΙ. ότι δεν εκτιμούμε  και δεν μελετούμε ενδελεχώς τους υφιστάμενου νόμους.

ΙΙΙ. ότι η απόφαση είναι η εύκολη λύση. 

Το νομικό σύστημα της Κύπρου στα 62 χρόνια της ζωής του αγωνίζεται σκληρά και  με ΤΟΛΜΗ αποδεικνύοντας το:

Α)    από ηλικία τεσσάρων ετών μέσα από  την λάμψη του ηθικού μεγαλείου της συνείδησης της έδωσε στην πατρίδα τα δώρα της ανώτερης της κρίσης, με την  αν και δυστυχώς στα Εγγλέζικα – αλήθεια ποιός πολίτης κατάλαβε τι έγραφε – όμως κατά τα άλλα ΗΡΩΪΚΗ απόφαση σταθμός, την The attorneygeneral of the republic Vs. Mustafa Ibrahim and others 1964, φέρουσα η απόφαση αυτή εμφανέστατο τον χαρακτήρα της απόλυτης ανταπόκρισης των δικαστών Κύπρου του 1964 μ.Χ. στο εθνικό κάλεσμα της τότε δημιουργηθείσας εθνικά σοβαρότατης «κατάστασης εκτάκτου ανάγκης».  

Πριν προχωρήσουμε, καθήκον μας να καταγράφουμε στις σελίδες της ιστορίας της πατρίδας, ότι αυτό το κακό κεφάλαιο με τα Εγγλέζικα στα δικαστήρια μας συνεχιζόταν από το 1960 και για 29 (εικοσιεννέα) ολόκληρα πέτρινα χρόνια μέχρι το 1989, όταν ανεπιστρετί το εξοβέλισε ο καλός πατριώτης και εκλεκτός συνάδελφος, δικηγόρος Ευστάθιος Ευσταθίου.

Μέσα από τον περί γλωσσών της δημοκρατίας νόμο, ο Ευστάθιος Ευσταθίου ως βουλευτής της ΕΔΕΚ ναι, πρωτοστάτησε και επέβαλε το σωστό – το αυτονόητο: την Ελληνική γλώσσα στα δικαστήρια μας. Ο Ευστάθιος Ευσταθίου αποκατέστησε την τάξη περί την απονομή της δικαιοσύνης στον τόπο μας. Προ 1989 η απονομή της δικαιοσύνης μας χώλαινε αφάνταστα σε βαθμό μή απονομής της, αφού ουσιαστικά (α) περιφρονούσε τον πολίτη με το να μην μιλά την γλώσσα του η Θέμις και (β) συνάμα τον έβριζε με το να του μιλά σε άγνωστη και ακατανόητη σ’ αυτόν γλώσσα, άλλη πλην της δικής του και της ως εκ του νόμου και συντάγματος άρθρο 3(1) επιβεβλημένης επίσημης γλώσσας. Ήταν άκρος παραλογισμός αυτό διότι κανείς δεν ήξερε Εγγλέζικα άρα πώς θα διάβαζε και πώς καταλάβαινε την κείμενη νομοθεσία αφού δεν ήταν στην γλώσσα του; Απόλυτη η απόσταση πολίτη δικαιοσύνης!

–    Πρακτικό παράδειγμα για να αντιληφθούμε καλύτερα τα γεγονότα: Φανταστείτε τώρα να σας δικάσουν στην Ιαπωνία ή στο Πακιστάν χωρίς μεταφραστή για το τι θα σας λέει ο δικαστής!!!

–   Και με δεδομένο ότι ο μόνος λαός από τις δεκάδες κατακτηθείσες από την αποικιοκρατία χώρες του πλανήτη που δεν μιλούσε  ούτε και μία λέξη Εγγλέζικα ήταν οι Κύπριοι, μπορεί κάποιος να αντιληφθεί το μέγεθος της παρανομίας και της παραλογίας;

Δεκατρείς φορές χειρότερο μάλιστα που η ξένη αυτή γλώσσα ήταν αυτή του χτεσινού δυνάστη που ο λαός μόνο να τον βγάλει από την σκέψη του ήθελε. Επομένως ούτε καν δικαίωμα υπεράσπισης εδίδετο στον πολίτη αφού οι διαδικασίες ήταν σε άλλη από την δική του γλώσσα, την Ελληνική. Θεωρούμε ότι αυτό σε ΚΑΜΙΑ χώρα του πλανήτη συνέβαινε. Πώς δηλαδή μπορούσε ο γεωργός,  ο κτηνοτρόφος, ο καφετζιής, ο οικοδόμος και ο κάθε απλός χωριανός του γράφοντος να μεταβεί στο επαρχιακό δικαστήριο Κερύνειας και να βρει το δίκαιο του όταν το δικαστήριο ήταν αλλόγλωσσο δηλαδή ακόμη ήταν αποικιακό, Εγγλέζικο;

Μα δεν έφυγαν οι Εγγλέζοι το 1959;

Κάθε αρχή δικαίου ήταν καταπατημένη από τον θεσμό εκείνο που θα έπρεπε να ήταν ο τελευταίος στον πλανήτη που θα περίμενε ένας τίμιος πολίτης ότι θα το έκανε αυτό και μάλιστα στον εαυτό του: την δικαιοσύνη.

Γεγονότα:

Στα πέτρινα εκείνα χρόνια προ 1989, ένας πολίτης πήρε μια απόφαση δικαστηρίου στα Εγγλέζικα  και θεωρώντας ότι  κέρδισε την δίκη πήγε στο χωριό του  και περιχαρής, έσφαξε αρνιά και έκανε γλέντι με τους χωριανούς. Όταν σε κάποια στιγμή ήλθε ο δάσκαλος του χωριού να λάβει μέρος στην διασκέδαση ο άνθρωπος του έδωσε με χαρά την «απόφαση» του δικαστηρίου να την διαβάσει και τότε ο δάσκαλος που ήξερε δυο – τρία Εγγλέζικα του είπε ότι έχασε.

Οφειλόμενη επομένως τιμή και ευγνωμοσύνη στον άνθρωπο, καλό πατριώτη και άριστο δικηγόρο Ευστάθιο Ευσταθίου, ο οποίος μέσα από το πατριωτικό, το εθνικό, το πολιτικό και το περί δικαιοσύνης φιλότιμο του ναι, προώθησε το καλό της δικαιοσύνης μας, αποκατάστησε τον σεβασμό που πρέπει η υπηρεσία της δικαιοσύνης να φέρει και να αποδίδει εν τη πράξει προς τον «εντολέα» της πολίτη, και γενικά προώθησε με πράξεις το καλό του τόπου μας. Οι πράξεις του Ευστάθιου Ευσταθίου καταγράφηκαν και ανήκουν στην ιστορία.

Επανερχόμενοι,

Στις σελίδες της ιστορίας ναι, υπάρχουν καταγεγραμμένες διάφορες δικαστικές αποφάσεις, άσχημες και άδικες αλλά και καλές και δίκαιες για τις οποίες η Θέμις μόνο ντροπή αισθάνεται.

Μόνο υπερηφάνεια όμως εμείς αισθανόμαστε για την υπόθεση του 1964  των «δικών μας» δικαστών (επαναλαμβάνοντας όμως την επιφύλαξη μας για την Αγγλικούρα της απόφασης) και απεριόριστη τιμή και ευγνωμοσύνη μπορούμε να τους αποδώσουμε μέσω της ιστορίας ως προς την δικαϊική και εθνική της ωφελιμότητα.

Μα οι αποφάσεις δικαστηρίων δεν προάγουν  και ΠΡΕΠΕΙ να προάγουν το δίκαιο και το εθνικό καλό;

Η υπερηφάνεια μας αυτή βρίσκεται στις αισθήσεις της ψυχής  μας όχι βέβαια επειδή έτσι μας αρέσει η απόφαση αυτή, ή επειδή μας «συμφέρει», αλλά διότι οι δικαστές έστω και στα Εγγλέζικα, άρα μόνο μέσω μεταφραστών (όμως αυτό ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ λύση και ΔΕΝ ΑΙΡΕΙ το πρόβλημα η μετάφραση) ήταν προσιτή/αντιληπτή  η απόφαση στον κυρίαρχο λαό – ας πούμε στους εργατικότατους και αγνούς ανθρώπους των χωριών της Πιτσιλιάς, της Τυλληρίας, των Κοκκινοχωρίων αλλά εξίσου και των πόλεων – κατέγραψαν το δίκαιο.

Οι δικαστές  αυτοί  έδρασαν με οδηγό της νομικής και ηθικής τους σκέψης το σωστό και το αρμόζον.

Δεν ήταν φοβισμένοι – «μα αν πω τούτον θα έχω συνέπεν ιμπορώ να… ε τί να σας κάνω;»

δεν  έφεραν την νομική γνώση του επιπέδου των ημιμαθών ούτε και τα χαρακτηριστικά των άνευ πρωτοβουλίας  δρώντων – « μα ξέρετε εν… μα έτσι εν ο νόμος και δεν θα …  μα εν γίνεται τούτον …εν ιμπορούμε να υπερβούμεν την νομοθ…», ούτε και έφεραν την επιφανειακή κουλτούρα της εθελούσιως αποξενωμένης από το κοινωνικό σύνολο ψυχολογίας και της αδιάφορης αποχής από τα της κοινωνίας τεκταινόμενα – «έννεν δικαστικόν, εν πολιτικόν το πρόβλημα…, έμμας κόφτει για τα πολιτ…ε, ας τα έβρουν οι πολιτικοί…».

Αντιθέτως ήταν ηθικά πλήρεις, πνευματικά ισχυροί, νομικά καταρτισμένοι, ψυχικά θαρραλέοι και αξιόπιστοι ημεροδρόμοι, ωσάν νέοι Φιδιππίδιες πιστοί στην επίπονη πεζοπορία της δικαστικής τους αποστολής να μεταφέρουν στον κόσμο μας το καλό μήνυμα του δικαίου.

Ας δούμε τα πράγματα σφαιρικά. Ας τα προσεγγίσουμε νομικοϊστορικοφιλοσοφικά. Μόνο έτσι θα βρούμε την αλήθεια.

Οι τότε «ανώτατοι» μέσα από την υπόθεση Μουσταφά Ιμπραήμ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΑΝ ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ και απέδειξαν στην κοινωνία την οποία υπηρετούσαν ότι έφεραν αδιαλείπτως και διατηρήσαν αναλλοίωτα στον χρόνο τα κληρονομικά γονίδια της δικαστικής συνείδησης των εντίμων και ηρωικών μειοψηφησάντων (ηθικά όμως  γιγάντων πλειονοψηφησάντων) δικαστών στην δίκη του Κολοκοτρώνη του 19ου  αιώνα και ως οι νεώτεροι του 20ου αιώνα Τερτσέτηδες και Πολυζωΐδιες, λέγοντας με απλά λόγια: η σωτηρία του λαού ας είναι ο υπέρτατος κανών, επαναλαμβάνοντας την υψηλή αρχή δικαίου του Ελληνορωμαικού δικαίου: salus populi suprema lex esto.

Αυτή η απόφαση ήταν απόλυτα-απόλυτα συμβατή με τους κανόνες της Αριστοτέλειας επιεικείας όπως είδαμε σε σχετικά κεφάλαια στο θέμα επιείκεια, δηλαδή ήταν «ως εικός» – «εικότως» υπό τις περιστάσεις, δηλαδή  ως εύλογη – εντελώς εύλογη υπό τις περιστάσεις της κοινωνίας.

Είναι τόσο απλό: αν δεν εκδίδετο αυτή η απόφαση, τότε πιθανότατα το κράτος μας να περιήρχετο σε κατάσταση αδιέξοδης αυτοαναίρεσης και επομένως η δημοκρατία της Κύπρου, ούσα ύψιστο πολιτικό δημιούργημα του επαναστατικού αγώνα της ΕΟΚΑ των ανθρώπων μας του 55-59 και ως μή περιβεβλημένη πλέον δικαστηριακής δικαϊικής υποστήριξης και νομικής κάλυψης της πολιτειακής της οντότητας, επομένως τελούσα εστερημένη  δικαιοπρακτικού θεμελίου θα εξέπιπτε της εξουσιαστικής της ισχύος και κυριαρχίας και απλά θα κατέρρεε μέσα στα θρύψαλα της κρατικής αυτοδιάλυσης.

Καλούμαστε να μην βλέπουμε τα πράγματα με την σημερινή οπτική και με ανιστόρητη σκέψη ούτε και με  παιδική αφέλεια – α ξέρετε αυτά πέρασαν και πλέον «δεν», «εν εντάξει τώρα»  – στηριζόμενοι απολύτως πλανεμένα στην ασφάλεια της απόστασης του χρόνου. Είναι φρικτό λάθος να σκεφτόμαστε και να μιλούμε με την παρά-λογη λογική της επιφανειακής θεώρησης των τότε γεγονότων του τύπου, «έτσι ήταν τότε, τελείωσε πιά, χαράς το πράμα, περασμένα ξεχασμένα, αφού πέρασαν τί τα συζητάμε τώρα;» κ.λ.π. Όχι, καθόλου ξεχασμένα δεν είναι, διότι τα γεγονότα εκείνα, ήταν η βάση και τα θεμέλια στα οποία κτίστηκε το «σήμερα» μας, άρα  είναι εντελώς συνδεδεμένα με τους κρίκους της ιστορίας με την δική μας ύπαρξη του σήμερα, και αν αυτοί οι κρίκοι δεν υπήρχαν, η τωρινή μας κατάσταση δεν θα ήταν αυτή με την παρούσα μορφή. Μπορεί να είμασταν κάτι άλλο, πάντως όχι καλό.

Τα πράγματα τότε ήταν άκρως διαφορετικά από ότι ίσως να θεωρούν τινές – ήταν δυσκολότατα και επικινδυνότατα. Όπως ήταν τότε η κατάσταση το κακό ήταν οριακά παρόν – ήταν σχεδόν παρόν και απλά ήθελε μερικές σταγόνες λαθών από την Ελληνική πλευρά για να επισυμβεί.

Επομένως αν η υπόθεση Μουσταφά Ιμπραήμ ήταν διαφορετική με μαθηματική ακρίβεια θα υποπίπταμε ως Κύπρος σε κενό κρατικής εξουσίας. Θα καταλήγαμε ως «σκύλλοι αδέσποτοι» όπως έλεγαν στο χωριό μου.

Ας δούμε με συντομία την κατάσταση πρώτα από την πιό σοβαρή και πιό ουσιώδη πλευρά για να αντιληφθούμε το πρόβλημα καλύτερα:

την στρατιωτική πλευρά.

Παρά τις μαινόμενες το διανυόμενο τότε 1964 σφοδρότατες πολεμικές συγκρούσεις ανά την Κύπρο, (ήταν ήδη από Δεκέμβριο 1963)  και παρά τα ανεπεξέργαστα από την λογική και α-ιστορικά στοιχεία, τα οποία τινές α-στρατοι και φοβισμένοι συγγραφείς ενίοτε καταγράφουν (και οι οποίοι ίσως να μήν είδαν ποτέ όπλο και να μην έριξαν ποτέ ούτε και έναν πυροβολισμό με πολεμικό τυφέκιο σε πεδίο βολής και ποτέ δεν έβγαλαν σκοπιά στην πρώτη γραμμή, ποτέ δεν επάνδρωσαν φυλάκια ως χειριστές έμφορτων και οπλισμένων πολυβόλων και δεν έλαβαν ποτέ θέσεις μάχης σε όρυγμα και δή από τα δεκαεφτά τους χρόνια, ώστε να «ωριμάσουν» και να γνωρίζουν έστω και στοιχειώδη στρατιωτικά, άρα  ΔΕΝ  κατέχουν το θέμα, περιοριζόμενοι στο να (αντι) γράφουν πράγματα χωρίς νόημα) ο κίνδυνος δεν προήρχετο απόλυτα από την εν ανταρσία τελούσα Μουσουλμανική κοινότητα, αφού ούτως ή άλλως αυτή ήταν απολύτως αδύνατον να επιβληθεί στρατιωτικά διότι, η δική μας πλευρά μαζί με την Ελ.δυ.Κ. ήταν συντριπτικά υπέρτερη στρατιωτικά και σε έμψυχες δυνάμεις και σε υπαρκτό πολεμικό εξοπλισμό και υλικό και σε όγκο και ισχύ πυρός,

– είχε ήδη συντρίψει και εξουδετερώσει σχεδόν όλες τις ζωτικής στρατιωτικής σημασίας θέσεις της άλλης πλευράς, αφού και αυτές οι λίγες θέσεις που απέμεναν στα χέρια της άλλης πλευράς (απέμειναν κατόπιν προδοτικών ύπερθεν διαταγών απαγόρευσης για κατάληψη τους, ειδικά εντός παλιάς Λευκωσίας και για το φρούριο Αγίου Ιλαρίωνα από τις στρατιωτικές μας δυνάμεις και τους επίστρατους μαχητές), περιοριζόμενη ούτω η άλλη πλευρά σε διεξαγωγή απλά στατικού αγώνα αμυντικής μορφής, οι οποίες όμως ευρίσκοντο υπό στρατιωτική «περίσφυξη» από τις νόμιμες δυνάμεις και από την Ελ.δυ.Κ.

Πολιτική, κοινωνική, οικονομική πλευρά

Η δική μας πλευρά ορατά,  ήταν πληθυσμιακά εντελώς κυρίαρχη, κατά πολύ ισχυρότερη οικονομικά και επί του εδάφους σε πολύ πλεονεκτικότερη θέση αφού γεωγραφικά η πλευρά μας είχε υπό τον έλεγχο της το 92% του νησιού σε αντίθεση με την άλλη πλευρά η οποία φοβούμενη λέει σφαγές από την πλευρά μας αυτοεγκλωβίστηκε σε παραστρατιωτικής οργάνωσης θυλάκους εγκατεσπαρμένους ανά την Κύπρο έχοντας υπό τον έλεγχο της επί του εδάφους της Κύπρου ποσοστό μόνο 6% μέχρι και το 74, ήτοι 92+6 =98, πλέον το υπόλοιπο 2% οι Εγγλέζικες βάσεις.

Άρα δεν είχε τις παραμικρές πιθανότητες στρατιωτικής επιβολής και επομένως βίαιης ανάληψης της εξουσίας η εν ανταρσία τελούσα μειονότητα και κατ’ επέκταση καμία πιθανότητα κρατικής επι-κυριαρχίας στο νησί.

Συνάμα δεν την συνέφερε σε κανένα επίπεδο η συνέχιση και παράταση της πολεμικής σύγκρουσης, διότι εξαρτάτο από την Ελληνική πλευρά, έχοντας την απόλυτη ανάγκη ως το κυρίαρχο στοιχείο για την επιβίωση της, ειδικά και ένεκα της μεταξύ των πλευρών τότε απόλυτης  σε όλες τις πόλεις και τα χωριά της Κύπρου κοινής πορείας και της αδελφικά και συνεκτικά συνδεδεμένης ζωής, σε όλα σχεδόν τα επίπεδα εξ αιτίας του μέχρι τότε – σε ιστορικά ανύποπτο χρόνο – μικτού και αδιαχώριστου χαρακτήρα του κοινωνικού και οικονομικού ιστού και της εν γένει διαβίωσης του πληθυσμού της Κύπρου.

Αλλά και ένας λόγος παραπάνω το τεράστιο ψυχικό βάρος των μεγάλων απωλειών που είχε στο πεδίο της πολεμική αντιπαράταξης η άλλη πλευρά, σε αντίθεση με τις ασήμαντες σχεδόν ανύπαρκτες απώλειες της Ελληνικής.

Και η ιστορικοηθική πλευρά: ούτως ή άλλως οι λεγόμενοι λινοβάμβακοι ή  Τουρκοκύπριοι όπως εφευρετικά τους επινόησαν οι Εγγλέζοι και έτσι τους έγραψαν στο δοτό σύνταγμα (το οποίο σύνταγμα και πάλι οι ανάξιοι τότε ηγέτες μας δεν το περιέβαλαν με τους αναγκαίους τύπους των επιστημονικών νομικών αρχών του συνταγματικού δικαίου με σύνταξη του μέσα από πράξη συντακτικής συνέλευσης αλλά απλά «εφέραν τους το» και «το πήραν»), ναι  ήταν κυριολεκτικά πραγματικά αδέλφια των Ελλήνων, οι οποίοι τον 16ον και 17ον αιώνα ασπάστηκαν τον Μωαμεθανισμό για να μην καταβάλλουν τον δυσβάστακτο (;) φόρο της «δεκάτης» δηλαδή το 10% του σιταριού τους οι γεωργοί  ή το 10% των ζώων οι κτηνοτρόφοι.

Ερώτηση: μα ήταν όντως δυσβάστακτο το ποσοστό του 10%;

Απάντηση:  Ναι ήταν!

Ας δούμε όμως το θέμα αυτό σε ετεροχρονισμένη  διάσταση με συγκριτική σκέψη για να βρούμε την αλήθεια:

καταγράφουμε με αποτροπιασμό ότι σήμερα που δεν υπαγόμαστε πιά στην Οθωμανική αυτοκρατορία και δεν είμαστε λέει δούλοι, βρισκόμαστε υπό νεώτερη χειρότερη – απλά συγκαλυμμένη –  και τραγικότερη δουλεία:  ο σημερινός φόρος και μάλιστα ενίοτε διπλός και τριπλός στον ίδιο τομέα και στο ίδιο θέμα – κάτι σαν το τρεις το λάδι τρεις το ξύδι, έξι το λαδόξυδο- όμως με άλλο και παρά-άλλο όνομα, γενικά και στο σύνολο των ποικίλων παραπλανητικών και δόλιων τίτλων και ονομάτων του, είναι άνω του 60%, δηλαδή έξι φορές αυτός που οι εξαθλιωμένοι πρόγονοι μας έστελλαν στον Σουλτάνο.

Όμως αν οι πρόγονοι μας ήταν «εξαθλιωμένοι» με το 10% της φορολογίας σε βαθμό που αναγκάζονταν να αλλάξουν πίστη (αν και διαφωνούμε απόλυτα, διότι εμείς θεωρούμε ότι είναι χίλιες φορές καλύτερα να πεθάνουμε ηρωικά, παρά να πάψουμε για μια στιγμή να ακολουθούμε τα βήματα του Χριστού) τότε οι νεώτεροι με το 60% τί είναι; Πέντε φορές εξαθλιωμένοι; Και ας ρίχνουν οι σημερινοί κυβερνήτες το άλλοθι για «κοινωνικές παροχές», «έργα» και «έξοδα», αφού και με μαθηματικά της πρώτης δημοτικού και πάλι δεν δικαιολογείται το ύψος αυτό. Ο αναγνώστης έχει σκέψη και άποψη για τους αριθμούς 10 και 60 και την διαφορά του όγκου τους.

Επανερχόμενοι:

Κάποτε τα όπλα θα σιγούσαν αν όχι από συμφωνία, όμως αναγκαστικά θα σιγούσαν διότι υπάρχουν κάποια …απαισιόδοξα και σκληρά, όμως αληθέστατα στρατιωτικά δόγματα και αρχές, που λένε κάτι για οικονομία και πάλι για οικονομία στα πυρομαχικά, αφού τα πυρομαχικά και η επάρκεια ή η έλλειψη τους αποτελούν μία εκ των απολύτων παραμέτρων καθορισμού της πορείας κάθε πολεμικής σύγκρουσης και αυτό διότι είτε το θέλουμε είτε όχι τα πυρομαχικά «κάποτε τελειώνουν» άρα και στην περίπτωση μας αυτά θα τελείωναν χίλιοι λόγοι παραπάνω το ήδη υπαρκτό οξύ πρόβλημα αναχορηγίας πυρομαχικών και εν γένει επιμελητείας και ανεφοδιασμού που αντιμετώπιζε η άλλη πλευρά από τους τροφοδότες Τουρ.δυ.Κ. και τους συμμάχους της Εγγλέζους (και αυτό σε αντίθεση με την δική μας πλευρά η οποία το είχε λυμένο με εξ Ελλάδος μυστικούς νυκτερινούς, ναυτικούς και αεροπορικούς ανεφοδιασμούς + μυστική κάθοδο στρατιωτικού προσωπικού από την Ελλάδα, καθώς και με νυκτερινούς ναυτικούς ανεφοδιασμούς όπλων και πυρομαχικών με μηχανότρατες και ψαροκάικα από την Αίγυπτο) οπότε ορατά θα είχαμε ως αναγκαστικά προκύπτον – γιατί όχι – το «αισιόδοξο» σενάριο ότι ναι, πιθανόν και να τα «βρίσκαμε» με την άλλη πλευρά.

Αφού όλες σχεδόν οι πόλεις της Κύπρου και όλα τα χωριά ήταν μικτά και οι σχέσεις των απλών ανθρώπων – πρό της Εγγλέζικης υποκίνησης – αγαστές και ανυποψίαστες σε κοινωνικό και φιλικές σε προσωπικό επίπεδο, τί θα ήταν αυτό που θα απέτρεπε αυτό το καταληκτικό σενάριο; Κανένα απολύτως πλην της Εγγλέζικης υποκίνησης και παρεμβολής.

Αφού πριν την υποκίνηση οι σχέσεις των κοινοτήτων ήταν αρμονικές έως αρμονικότατες, απλό παράδειγμα μέσα από την πραγματικότητα – ένας από τους καλύτερους του φίλους του πατέρα του γράφοντος στο χωριό Βασίλεια Κερύνειας, ήταν ο συγχωριανός Χασάν Χουσεΐν Παμπόρι, εννοείται προ των γεγονότων του 1963 και προ της μετακίνηση του Χασάν στο χωριό θύλακας, Τέμπλος.

Εξ άλλου κανένα χωριό και καμία πόλη της Κύπρου είτε της μιας είτε της άλλης κοινότητας δεν θα ήθελε να συνεχίζεται ες αεί η μια πολεμική σύγκρουση. Και για ποιό λόγο δηλαδή να θέλει την σύγκρουση;

Ποιός τότε ο  κίνδυνος; Καλή ερώτηση – πάρα πολύ καλή:

Ας τα πάρουμε με την σειρά:

Και πάλι στα επί του εδάφους.

Μια κακή και αντιπατριωτική απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου Κύπρου, 

α)  θα  ήταν το απόλυτο νομικό αδιέξοδο,

β) θα δημιουργούσε εκ της φύσεως του θέματος της τόσο ισχυρά ευρύ και τόσο καταστροφικό ρήγμα στα νομικά θεμέλια της κρατικής γραμμής άμυνας της πολιτειακής μας εξουσίας σε τέτοιο βαθμό που θα επέφερε νομική καταβαράρθρωση της κρατικής μας οντότητας. Αποτέλεσμα η αδιέξοδη κατάληξη σε «κενό εξουσίας».

Τί θα ήταν στην πράξη το κενό αυτό;

Χωρίς  πολλά λόγια θα ήταν κρατική αυτοδιάλυση.  Τέλος.

Όμως αυτό το κενό εξουσίας θα ήταν μάννα εξ ουρανού για τους Εγγλέζους οι οποίοι αφού, όχι απλά υποκίνησαν αλλά απροκάλυπτα προκάλεσαν τις διακοινοτικές συγκρούσεις, τώρα από αγάπη ακούστε … μπήκαν λέει, στην μέση για να μας «μερώσουν» λέει, με την άλλη πλευρά και στην προσπάθεια τους να μας ξαναενώσουν, απλά τράβηξαν με πράσινο μολύβι (επειδή δεν είχαν κανονικό γκρίζο) «τυχαία» σε αστικά όρια εντός Λευκωσίας και σε κρίσιμης επί του εδάφους στρατιωτικής σημασίας, την καταραμένη διαχωριστική πράσινη γραμμή (μα πόση υποτίμηση της νοημοσύνης μας;+!) και οι οποίοι ήταν παρόντες στης ιστορίας εκείνες τις στιγμές έκδοσης της απόφασης, κάποια μέτρα έξω από το ανώτατο δικαστήριο (και τί δουλειά είχαν οι Εγγλέζοι στην Λευκωσία στην διαμάχη των δύο πλευρών εντός του πυρήνα της Λευκωσίας;)

– – – με αναμμένες ήδη τις μηχανές των τεθωρακισμένων «Φέρρετ Mkl» (ένα τεθωρακισμένο εξ αυτών «απαλλοτριώθηκε» όμως τιμωριτικά με συνοπτικές διαδικασίες από αετονύχιδες εθελοντές της Εθνικής Φρουράς) και των τεθωρακισμένων «Μάρμορ Χάρικτον», όλα  στην παλιά Λευκωσία, και οι οποίοι περιχαρείς θα ξαναεπέστρεφαν με τα τεθωρακισμένα τους, ως χτεσινοί γνώριμοι/προκάτοχοι και παλιοί φίλοι με τα πέτρινα λιονταράκια του κυβερνείου (και όποιος αντιστέκετο θα τον πολυβολούσαν μέσα από τα σαρδελοκούτια τους, όπως ακριβώς έγινε και με το μή διερευνηθέν από τις αρχές της δημοκρατίας της Κύπρου έγκλημα της δολοφονίας του ηρωικού πατριώτη Κώστα Καρνάβαλλου στην Πάφο), για να πληρώσουν το προ ολίγων λεπτών εξ αυτό-κτονίας, κρατικό κενό, βλέπε εξ ημετέρων θανατηφόρων δικαστικών πυρών.

Το αιτιολογικό λεκτικό ανάληψης θα ήταν γραμμένο φυσικά στα Εγγλέζικα με την επιτηδευμένη γλώσσα, την διφορούμενη έκφανση και την (μη) εποικοδομητική ασάφεια της Εγγλέζικης φλεγματικής διπλωματίας και όποιος εκατάλαβεν εκατάλαβεν: δηλαδή το 98-99% των 400.000 ανθρώπων μας ΔΕΝ ΘΑ ΗΞΕΡΕ τί τους έλεγαν οι Εγγλέζοι, άρα οι 396.000 άνθρωποι μας που φυσικά και δεν ήξεραν Εγγλέζικα θα στηρίζονταν στα «θκιοτρία» κολλυβοεγγλέζικα των τινών που ήξεραν.  Το διπλωματικό ας το πούμε κείμενο αυτό, σε ελεύθερη μετάφραση με τα επίσης «δυο τρία» Εγγλέζικα του, από τον γράφοντα θα έλεγε:

«ξέρετε εσείς Γκρίικς, εμείς ήδη από την Ζυρίχη Λονδίνο, όπου δεν εμφανίσθηκε κανένας εκπρόσωπος σας στις συνομιλίες εκείνες όπου τα εσυμφωνήσαμεν  όλα και επάθε τε την για να μάθετε να μας διώχνετε από το νησί μας που εγοράσαμεν από την «Υψηλή Πύλη» στις 4 Ιουνίου 1878 για 87.686 λίρες νομίζοντας εσείς οι αφελείς ότι εδώσαμεν  τόσα ριάλια και θα παν χαμένα,

(αλήθεια πόση προδοσία από την τότε ηγεσία μας!!!πόση εθελοδουλία: ούτε σκύλλοι αδέσποτοι να ήταν τότε οι άνθρωποι μας, αφού και «αδέσποτα» να ήταν θα είχαν περισσότερη φροντίδα και «επίβλεψη» εκ της ηγεσίας, αφού η ηγεσία ΔΕΝ έστειλε ούτε καν εκπρόσωπους στις συνομιλίες των καταραμένων συμφωνιών!!!)

εμείς λοιπόν, γιού νόου, έχουμε «λίκαλι» το 2% της γής σας ως βάσεις στην Κύπρο δύο για την ακρίβεια Ακρωτήρι Επι. Και Δεκέλεια Άγιος Νικόλαος και έχουμε να διαφυλάξουμε τα σύνορα της sovereign κυριαρχίας μας.

  • Αλήθεια ποιός ΝΟΜΙΜΟΣ πατριώτης εκπρόσωπος μας(ποιοί όμως τον εξέλεξαν και διόρισαν)  υπέγραψε αυτήν την κατάρα;
  • Κοιτάξτε στον χάρτη τον κυριολεκτικά και προσβλητικά μαντρωμένο/ττελιασμένο από την βάση δρόμο από Άχνα προς Βρυσούλλες με κατάληξη τα Στροβίλια. Για ποιό λόγο θέλουν να πάνε από την Πύλα και το Πέργαμος οι Εγγλέζοι μέχρι το Βαρώσι – τί σκοπό έχουν;
  • Αφού είναι «στρατιωτικές» οι Βάσεις άρα έχουν στρατιωτικούς σκοπούς και αφού πεδίο βολής έχουν στην Πύλα, ήθελαν μήπως να κάνουν και στην Αμμόχωστο μέσα στους πορτοκαλεώνες της «Πέρτσιενας» ή απλά να πιούν πορτοκαλοχυμούς; Μας παίρνουν για ηλίθιους οι Εγγλέζοι αλλά και οι δικοί μας υπογράψαντες;
  • Δείτε και τα Εγγλέζικα ραντάρ στο Τρόοδος τα οποία είναι σε μεγαλύτερο υψόμετρο από αυτά της Εθνικής Φρουράς-μην ανησυχείτε όμως τα δικά μας είναι και καλύτερα και ισχυρότερα, απλά είναι θέμα τάξης αφού και στα τυπικά πρέπει να προηγείται  ο νοικοκύρης και όχι ο ξένος –  και βγάλτε τα δικά σας συμπεράσματα.

(Οι για 5.000 χρόνια βαθύτατα σ’ αυτό το χώμα ριζωμένες και  ασταμάτητα  δονούσες καρδιές  των  Ελλήνων της Κύπρου μέσα από την ιστορία το ΑΠΑΙΤΟΥΝ:

καλούν τις θυγατέρες του Κρόνου και της Ευωνύμης, τις τιμωρούς Ερινύες, τις κατά τον Αισχύλο ισχυρότερες ακόμη και εκ του Διός, να αποδώσουν σκληρότατη ιστορική τιμωρία σε αυτούς τους καταραμένους (νέο)Ελληνόφωνους που χωρίς να εκλεγούν και χωρίς να τύχουν διορισμού από το λαό για την εκπροσώπηση του, δηλαδή χωρίς να εκπροσωπούν ΚΑΝΕΝΑ ούτε καν τον εαυτό τους, εγκληματικά περιφρόνησαν και ΔΕΝ διεφύλαξαν τα προς την πατρίδα ιερά καθήκοντα και υπέγραψαν ΧΩΡΙΣ άδεια, χωρίς έγκριση και χωρίς δημοψήφισμα παραχώρηση ιερού χώματος, ιερής γής για 5.000 χρόνια Ελληνικής σε ξένους. Η ΕΟΚΑ και ο λαός μας ΔΕΝ πολέμησε «εκπρόσωποι» για να δοθούν βάσεις στους ηττημένους. Κανενός έθνους και κανενός λαού η ιστορία δεν θα μπορούσε ποτέ να επιτρέψει την προσβλητικά καταληκτική αντιστροφή μιας επιτυχέστατης επανάστασης: να γίνονται «οι νικημένοι νικητές και τα λιοντάρια σκλάβοι».

Μας αγγίζουν τα όμορα γεγονότα, επηρεαζόμαστε από, και την κάθε εμπίπτουσα δυναμική αναταραχής, τις βίαιες εξελίξεις και τις πολεμικές συγκρούσεις οι οποίες επιδραστικά επιφέρουν αρνητικά στοιχεία στο πολιτικοστρατηγικοστρατιωτικό επίπεδο της εδώ αποστολής και παρουσίας μας να παρακολουθούμε, να ελέγχουμε και να τσιεκάρουμε με τον μεγαλύτερο παγκοσμίως σχεδόν δεκατετραπλάσιο σε αναλογία στεριάς (των 9251 τ.χ. της Κύπρου) εναέριο χώρο, την όλη γεωστρατηγική κατάσταση και την παγκόσμιας καταληκτικής εμβέλειας  εν γένει πολιτική κατάσταση, στρατιωτική διακίνηση  και εμπορική κίνηση της ευρύτατης περιοχής Ανατολική Μεσόγειος, εγγύς Ανατολή, διώρυγα Σουέζ και Αφρική, από την εκπάγλου ωραιότητας νήσον, πραγματική πύλη των τριών ηπείρων που βρίσκεται στην μαγική θέση του 33ου μεσημβρινού γεωγραφικού μήκους και του 35ου παραλλήλου  γεωγραφικού πλάτους. Όλοι αυτοί οι τσακωμοί σας (δεν πρέπει, ηρεμήστε λίγο) επιφέρουν ανασφάλεια, αστάθεια και αβεβαιότητα στο «στάτους» της εδώ παρουσίας μας στο λατρεμένο της άπιστης συζύγου του Ηφαίστου, Αφροδίτης, όμως δικό μας τώρα νησί και είμαστε και από πάνω εγγυήτρια δύναμη με Ελλάδα και Τουρκία άρα εγγυητές σας –συνάμα είστε πανέξυπνος λαός και το ξέρετε και το νιώθετε,  δεν είναι κάτι που κρύβεται ότι σας μισούμε πολύ που μας διώξατε το 59,όμως επειδή ιστορικά μας δώσατε ως Έλληνες τον πολιτισμό (και ποτέ δεν θα σας το συγχωρέσουμε αυτό) θέλουμε τώρα να σας προστατεύσουμε από τους κακούς Τερκς. Γι’ αυτό θα επανα-αναλάβουμε την εξουσία, διαβάστε λίγο την ΣΥΝΘΗΚΗ ΕΓΓΥΗΣΕΩΣ εκ μεταφράσεως από το Εγγλέζικο και Γαλλικό αυθεντικό (πάλι τα ίδια: αλήθεια ΔΕΝ υπήρχε αυθεντικό κείμενο στα Ελληνικά; Τί ήταν, και πού ήταν οι μουγγοί τότε εκπρόσωποι μας ; )  που βρίσκεται στο παράρτημα 1 του άρθρου 181 του δοτού συντάγματος που σας ε-δώσαμε, appendixone, άρθρα (II) και (III). Eπομένως εγγυόμαστε την ανεξαρτησία, εδαφική ακεραιότητα και α(ν)σφάλεια της δημοκρατίας της Κύπρου (αν είναι δυνατόν!!!) και ως εκ τούτου επιβάλλεται να σας σώσουμε, άρα είμαστε μέρος του παιγνιδιού, και πρέπει και να μας ευχαριστείτε και από πάνω:

έχουμε εδώ Λευκωσία τα light τεθωρακισμένα μας, έχουμε ακόμα 5-6 ουλαμούς ελαφρών Τ.Ο.ΜΑ. «Φέρρετ Mkl»,«Μάρμορ Χάρικτον» (υπολογισμός του γράφοντος περί τα 20) στην Πάφο, στον Μούτταλο, τους έκοψε μια μέρα τον δρόμο στον Μούτταλο κάποιος ξεροκέφαλος Κώστας Καρνάβαλλος 25 ετών από το Μέσα Χωρίο Πάφου με έναν τεράστιο θωρακισμένο ερπυστριοφόρο εκσκαφέα που θα συνέθλιβε τα «Φέρρετ Mkl» μας, αλλά εκανονίσαμεν τον

(σημ. αν είναι δυνατόν τα επέτρεπε όλα αυτά τα ελεεινά, με άθλια και προδοτική ανοχή το κράτος μας να βγαίνουν από Επισκοπή-Ακρωτήρι 15-20 Εγγλέζικα Τ.Ο.ΜΑ. και να μεταβαίνουν ανενόχλητα 60 χιλιόμετρα μακριά στην Πάφο ωσάν η διαδρομή Ακρωτήρι Πάφος να ήταν στην Μάντσιεστερ- Σιέφιλν (σε ευθεία γραμμή περίπου η ίδια απόσταση περί τα 60 χιλιόμετρα) και να δολοφονούν και από άνω μαχόμενο μέλος των νομίμων δυνάμεων ασφαλείας της δημοκρατίας κατά την εκτέλεση του υπηρεσιακού πολεμικού καθήκοντος του και για την δολοφονία του οποίου δεν έγιναν τα αστυνομικά και νομικά δέοντα. Να σημειωθεί ότι τα Εγγλέζικα Τ.Ο.ΜΑ. σταμάτησαν την εγκληματική τους επέμβαση εντός της εδαφικής μας κυριαρχίας μας και επικράτειας, ΟΧΙ από κρατική παρέμβαση αλλά όταν οι πατριώτες ηρωικοί κάτοικοι ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ Λεμεσού τους έκοψαν τον δρόμο)

έχουμε και σε ασταμάτητες εναέριες περιπολίες και αποστολές, κάτι κιτρινοπράσινα ελικόπτερα ασταμάτητα να πηγαινοέρχονται Πάφο Λευκωσία Κερύνεια μεταφέροντας βουλευτές και τανάπαλιν, ε όλα αυτά να σπαταλούν χιλιάδες γκαλόνς βενζίνης για το τίποτα, να μην πάει  χαμένη, να μην πάνε χαμένε οι παρεμβάσεις μας, επομένως εμείς θα σας βάλουμε σε τάξη. Γκρικς, ποτέ, ποτέ, ποτέ,  δεν θα ξεχάσουμε αυτό που μας κάνατε το 1955-59, ήρτεν η ώρα σας. Επανήλθαμε…

Έτσι οι Εγγλέζοι αρπακτικά όπως τον Ιούνιο του 1878 και εκδικητικά θα ανα-κτούσαν με τον δικό τους τώρα τρόπο την κρατική διοίκηση στην νήσο μας, και θα ξαναεπιστρέφαμε υποτελείς στο στέμμα. Τα σενάρια δύσκολα δυστυχώς: οι άνθρωποι μας δεν θα ήταν άνθρωποι, αλλά Ρωμαϊκά res, θα τους έσπαζαν κυριολεκτικά στο ξύλο κάθε μέρα όπως κατά την περίοδο άσκησης αντιεπαναστατικής καταστολής 55-59  (έτσι έκαναν τότε σε όλα τα χωριά της Κύπρου και ενίοτε κτυπούσαν τον κόσμο μέχρι θανάτου μαντρωμένο και περίκλειστο σε «ττέλια» στην πλατεία του χωριού) και θα τους έκαναν πολλά – πολλά άλλα φρικτά, ευφάνταστα, αλλά και εξευτελιστικότατα βασανιστήρια ειδικά στους βρακοφόρους κάθε μέρα οι επανα-κατακτητές. Και στις ταυτότητες των ανθρώπων μας θα ξαναγράφετο με κεφαλαία στοιχεία ο παλιός της δουλείας αξιοθρήνητος τίτλος τους ως Βρεττανικόν αντικείμενο («Britishsubject»), ενώ εμείς της επόμενης γενεάς μόνο αν αναγνωρίζαμε το στέμμα και είχαμε πτυχίο από Εγγλέζικο «ινν» δεκαοκτάμηνης φοίτησης (όχι πτυχίο από Ελληνικό πανεπιστήμιο πέντε ετών φοίτησης, ή πτυχίο από Τούρκικο πανεπιστήμιο) θα λαμβάναμε άδεια να …«κάμνουμεν» τους (αποικιακούς) δικηγόρους.

Β)    λίγο αργότερα την εντελώς απεξαρτημένη από κάθε αποικιοκρατική επήρεια  άριστα αφουγκρασθείσα την δική μας τοπική σκέψη απόφαση Xylofagou Plantations (η οποία δεν δέχτηκε ως δεσμευτικά εφαρμοστέες από τα δικαστήρια μας τις Εγγλέζικες μετά το 1960 αποφάσεις)  υψηλή μαρτυρία του σεβασμού και ισχυρή δύναμη κατοχύρωσης της δικής μας εθνικής ταυτότητας, της κουλτούρας, της δικής μας περί δικαίου αίσθησης και πάνω από όλα ατομικής και εθνικής αξιοπρέπειας.

Το νομικό μας σύστημα αποτελείται από τους ανθρώπους του λαού μας:

παθαίνει και μαθαίνει,

εμπλουτίζεται,

διαπλάθεται,

εξελίσσεται,

αναπτύσσεται,

αντλεί εμπειρίες,

ερευνά και διερευνάται,

κάνει συγκριτική σκέψη,

αποβάλει αρνητικά στοιχεία και υιοθετεί καλά ενώ το τεράστιο του άλμα είναι ο μεικτός του χαρακτήρας ως  κράμα πλέον  κοινοδικαίου και Ηπειρωτικού, αφού βασικές νομικές αρχές, νόημα, λογική και σκεπτικό νομοθεσιών και νομικής σκέψης της Ηπειρωτικής οικογένειας μαζί με το κληρονομημένο από τον περί δικαστηρίων νόμο 14/60 Εγγλέζικο κοινοδίκαιο,  ομού και χωρίς ιδιαίτερων αντιφάσεων προστριβές λειτουργούν στην νομική μας τάξη.

Για παράδειγμα υιοθετείται ο πολύ σοφός, πολύ δόκιμος νομικά και πολύ δίκαιος «Ηπειρωτικός» όρος, του αδικαιολόγητου πλουτισμού (αν και δικαιότατος όρος ο οποίος όμως σε καμία περίπτωση θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί υπό κανονικές συνθήκες με τους περίεργους κανόνες του «κκόμον λο»).

Κανόνες και νόμοι π.χ. οικογενειακού, συνταγματικού δικαίου και διοικητικού δικαίου (νόμοι σχεδόν αντιγραφή Ελληνικού δικαίου) ως επίσης και πλείστα θέματα συνταγματικού δικαίου, θεωρίας και σκέψης καθώς και θέματα διδασκαλίας συνταγματικής θεματολογίας, θέματα νομικής επιστήμης όπως π.χ. αναφορά σε άρθρα πανεπιστημιακού ή μή επιπέδου, συγγράμματα συνταγματικού και διοικητικού δικαίου, φιλοσοφίας, λογική και εν γένει μεθοδολογίας δικαίου από το Ηπειρωτικό δίκαιο, όλα ως επιστημονική θεωρία έχουν ομαλά ενταχθεί για τα καλά στο δίκαιο μας.

Λύση και κάθαρση της τραγωδίας

Το Ηπειρωτικό σύστημα δεν είναι τέλειο έχει και αυτό  «τα δικά του» όμως, μέσα από το κύρος του μεγέθους της μακρόχρονης ακαδημαϊκοφιλοσοφικής επιστημονικότητας που κατέχει ως κληρονομικός συνεχιστής του Ελληνορωμαϊκού δικαίου, της ελευθερίας «υλικής» και πνευματικής του δράσης και της βαθύτατα διεισδυτικής ενδιάτριψης και επιστημονικής διατύπωσης διάφορων αλλά και διαφορετικών, ενίοτε ακόμη και συγκρουόμενων νομικοφιλοσοφικών θεωριών (μα αυτή είναι η πραγματική επιστήμη, αντέχουσα ενδοδιαμάχες από τις οποίες μόνο νικητής θα βγεί μέσα από την εύρεση της λύσης και όχι βέβαια μια άτεγκτα αδιατάρακτη και δογματικά ξηρή και πεισμωμένη στα δικά της, άρα αυτοϋποδουλωμένη επιστήμη) ναι, σταδιακά και σταθερά δικαιώνεται.

Όλη αυτή η επιστημονική και ακαδημαϊκή θεωρία και σκέψη, όλος αυτός ο πλούτος και όλο αυτό το επίπεδο επιστήμης περί την νομική, όλη αυτή η περί του δικαίου επιστημολογική, αναλυτική, κριτική, αξιολογική, θεώρηση η οποία στις δέλτους της επιστήμης συσσωρευθείσα μόνο περήφανη κάνει την Θέμιδα και την εν τη πράξει έννοια της δικαιοσύνης, δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη και «ανεκμετάλλευτη» παραμένοντας στην θολή σκιά και πίσω από τα τείχη της νομικοφιλοσοφικά στατικής και ουσιαστικά μή εξελισσόμενης επιστημονικά και δικαιϊκά, δεσποτικής κυριαρχίας της απόφασης. Πάει πολύ καλά η νομική επιστήμη:

Δικαιώνεται η επιστημονική θεωρία!

Το κάστρο της από αιώνων κυριαρχίας της «απόφασης» κλονίστηκε  συνθέμελα εκ των έσω – από τους ίδιους τους Εγγλέζους:

ήδη εδώ και σχεδόν εκατό χρόνια ίσως και περισσότερα, τα ευρισκόμενα στο φάσμα της σχολής του «κκόμον λό», Εγγλέζικα δικαστήρια κάνουν αποδεκτή (πώς θα μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά αγνοώντας την επιστήμη;) ως πηγή δικαίου την επιστημονική θεωρία και διδασκαλία.

Ύψιστο δώρο προς την δικαιοσύνη:

Το κατεστημένο του στερεότυπου, μονότονου, αυτό-εαυτό-επαναλαμβανόμενου και χωρίς φαντασία στάσιμου δεσμευτικού πεφωτισμένου του απόλυτου ρόλου της δικαστικής «απόφασης» το οποίο αναντίλεκτα για οκτακόσια ολόκληρα χρόνια από την εποχή του Ερρίκου και του Εδουάρδου, απολυταρχικά κυριαρχούσε, έλαβε τέλος.

Ανέτειλε η φωτεινή του ηλιακού δικαίου ακτίνα, φέρουσα στα φωτοδοτικά της ιόντα την λάμψη της νικηφόρας ιδέας της πανεπιστημιακής θεωρίας και νομικής διδασκαλίας προς την οικογένεια του κοινοδικαίου. Ήλθε η πρόοδος, η νομική προχωρά.

Από ίδρυσης του Αγγλοσαξωνικού συστήματος οι δικαστές κρατούσαν το δίκαιο υπό τον απόλυτο τους έλεγχο ως οι μοναδικοί γνώστες του.  Επιτέλους εγένετο αποδεκτό από την δικαστική απολυταρχία ότι γνωρίζουν και άλλοι εκτός από τους δικαστές το δίκαιο.

Η ζωή προχωρά και κάποτε ιδρύθηκαν και στην Αγγλία – μακράν μεταμεσαιωνικά – οι νομικές σχολές,  οι οποίες χιλιάδες χρόνια πριν άνθισαν στην Αθήνα της κλασικής Ελλάδας, αλλά και επί Βυζαντίου στην Κωνσταντινούπολη κυρίως από την εποχή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού(5ος αιώνας μ.Χ.) ως μια εκ των τριών ενοτήτων πανεπιστημιακών σχολών με  την Θεολογική και Ιατρική. 

Με την ίδρυση των νομικών σχολών στην Αγγλία η πορεία του δικαίου ήταν πλέον προδιαγεγραμμένη: μα αν η γνωσιολογική και πνευματική παραγωγή των νομικών σχολών, δεν θα δούλευε και δεν θα επιδρούσε επί του δικαίου, για την καλλιέργεια τον εμπλουτισμό, τον νεωτερισμό, την πρόοδο και την εξέλιξη του, τότε τί τις ήθελαν και γιατί μπήκαν δηλαδή στον κόπο και στα έξοδα να κάνουν ιν νομικές σχολές στην Αγγλία αυτοί που έλαβαν την απόφαση ιδρύσεως τους; 

Η δικαιοσύνη λαμβάνει πλέον και στο κοινοδίκαιο, ως εξ Αγίου πνεύματος την  «δωρεάν» των ωφέλιμων καρπών της νομικής θεωρίας και φιλοσοφικής σκέψης, της πανεπιστημιακής διδασκαλίας και των επιστημονικών συγγραμμάτων των ακαδημαϊκών νομοδιδασκάλων, φιλοσόφων νομικών και νομικών συγγραφέων όλων ακούραστων του πνεύματος εργατών ως υψηλών κατεργαστών, διαπλαστών και διαμορφωτών του δικαίου ταγμένους στην ιδέα της εξέλιξης του.

Αναγνωρίζεται ειδικά μέσα από έγκυρα νομικά επιστημονικά συγγράμματα όπως των συγγραφέων Phipson, Salmond, Chesire, Cros, Clanville Williamsκαι καθίσταται έτσι πλέον από τα Εγγλέζικα κοινοδικαϊκά δικαστήρια, αποδεκτή η νομική θεωρία και η πανεπιστημιακή διδασκαλία:

στο Ιδιωτικό διεθνές από τον Chesireκαι από τον North,

στα Aστικά αδικήματα από τον Salmond,

στο Ποινικό δίκαιο από τον Clanville Williams,

στο δίκαιο της απόδειξης από τον Phipson και από τον Cros,

στην εισαγωγή στο δίκαιο από τον Phil Harris.

Άρα το ειδικό βάρος της κυριαρχίας της απόφασης καταρρέει και εκπίπτει της από αιώνων μονοκρατορίας της, ένεκα της αντιπερισπαστικής ισχύος της επιστημονικής θεωρίας και διδασκαλίας.

Το κάστρο ανελευθερίας της δικαστικής σκέψης και δράσης γκρεμίστηκε!

Το κοινοδίκαιο παραδέχεται ήττα. Η μονοκρατορία του γκρεμίστηκε. Η βασική  κολώνα του ναού του κατερρίφθη από έναν νέο Σαμψών, ο οποίος στην προκειμένη περίπτωση ήταν ο ίδιος ο εαυτός του, άρα πώς θα λειτουργήσει; Η αυτοκατάλυση του από δικά του πυρά, από το δικό του αυτογκόλ:  δεν γινόταν αλλιώς!

Επομένως ας το καταλάβουν αυτό τινές νοσταλγοί του Εγγλέζικου νομικού μεθοδισμού της υποταγής στην απόλυτη και «αναμάρτητη σοφία» της απόφασης, ότι η απόφαση «δεν είναι αυτό που νομίζουν» αφού οι άνθρωποι κινούνται προς τα μπροστά και πλέον οι σύγχρονες τάσεις έχουν περιορίσει την αξία της και έχει παραμεριστεί πλέον ο δεσπόζων της ρόλος χωρίς επιστροφή και επομένως συνακόλουθα ας ενώσουμε τα βήματα μας, όλοι μαζί βαδίζοντας, την προς τα εμπρός πορεία του δικαίου.

Προσωπική ταπεινής σκέψης διαπίστωση του γράφοντος, από την πρώτη μέρα που άσκησε δικηγορία: μας εξέπλησσε και δεν θα παύσει ποτέ να μας εκπλήσσει η επίκληση μιας απόφασης μέσα από κατάστιχα ακόμη και του 18ου (σημ. 18ος αιώνας σημαίνει από το 1701 μέχρι το 1799) ξένης χώρας για την λύση νομικού μας θέματος και για την οποία ανεύρεση τινές μάχονται εντελώς επίπονα, αφού για να εντοπιστούν αυτές οι αποφάσεις δεν είναι και η πιο απλή διαδικασία.

Ας δούμε όμως αυτόν τον σύνθετο συλλογισμό:

–    Οι αποφάσεις αυτές είναι ΑΓΝΩΣΤΕΣ στην κοινωνία ομού ακόμη και στους                                                                                                                                              δικηγόρους.

–   Οι αποφάσεις εν γένει είναι πηγή δικαίου, επικουρικής έστω μορφής άρα επέχουν  θέση νόμου.

–      Κατά ΤΕΚΜΗΡΙΟ όλοι γνωρίζουν τον νόμο.(αστικό και ποινικό νόμο)

–    Στα ποινικά η άγνοια νόμου ασφαλώς και ΔΕΝ είναι υπεράσπιση. Και σωστά διότι όλοι θα επικαλούντο ( θα «πέτασσαν») μια  άγνοια νόμου και θα αποχαιρετούσαν τον ποινικό δικαστή καθαροί και χαρούμενοι. Η άγνοια του νόμου είναι ασύγγνωστη και στο αστικό και στο ποινικό πεδίο εφαρμογής του. 

–   Οι  νόμοι για να είναι… νόμοι ΠΡΕΠΕΙ να δημοσιεύονται στην επίσημη εφημερίδα της κυβερνήσεως δημοκρατίας, επομένως από εδώ εξικνείται το τεκμήριο της γνώσης του νόμου αφού κατά τεκμήριο όλοι οι πολίτες αγόρασαν; (Έστω ότι αγόρασαν. Ας αγόραζαν) και διάβασαν; (έστω ότι διάβασαν. Ας διάβαζαν) την κυβερνητική εφημερίδα βλέπε παλιομοδίτικη Gazette-a.

ΟΜΩΣ το παράλογο και στον επιεικέστερο χαρακτηρισμό το άτοπο είναι ότι:

Η απόφαση ΔΕΝ δημοσιεύεται ούτε στην επίσημη εφημερίδα της δημοκρατίας, ούτε  σε μέσο επιπέδου ευρείας δημόσιας κάλυψης και πληροφόρησης παρά σε κοντινά και συγγενικά (προς τα δικαστήρια) δημοσίας εμβέλειας βήματα (μεταξύ μας δηλαδή) όπως π.χ. θεματικό κεφάλαιο δημοσιεύσεων ανωτάτου δικαστηρίου, επαρχιακού, δικηγορικού συλλόγου κ.λ.π. Σημ. κάποτε – προ διαδικτύου – ΟΥΤΕ και σ’ αυτά.

Αναγκαία περί την αλήθεια σημείωση: Θεωρούμε καθήκον μας να ενημερώσουμε τον νεώτερο νομικό μας κόσμο αλλά βεβαίως και την κοινωνία(διότι στο όνομα της κοινωνίας γίνονται όλα και στην κοινωνία καταλήγουν και ανήκουν όλες οι ανθρώπινες ενέργειες) για το εξής αδιέξοδο και παράνομο καθ’ ημάς νομικοδικαστικό θέμα το οποίο και όμως συνέβαινε: τα δικαστήρια στην εφαρμοστική τους τάξη και λειτουργία επικαλούντο κάποτε  – ακούστε –  ΜΗ δημοσιευθείσες αποφάσεις απλά  πετάσσοντας μια απαλλακτική(;) φράση «και βάσει της τάδε απόφασης μή δημοσιευθείσης». Και λοιπόν; Τί σημαίνει αυτό; Τί σημαίνει μή δημοσιευθείσα; Και αν ακόμη έστω – υποθετικά – δεχτούμε τα περί μη δημοσίευσης της στο πιο πάνω επίπεδο, είναι ποτέ δυνατόν να δεχτούμε το  «μή δημοσιευθείσης» που σημαίνει ΔΕΝ βγήκε ΕΚΤΟΣ ούτε καν ακόμη έξω από την πόρτα του δικαστηρίου; Πρόκειται περί α-νομικής, καταληκτικά αντι-νομικής καταστάσεως. 

Απλό ερώτημα:

Μή δημοσιευθείσα σημαίνει ανύπαρκτη! Επομένως γιατί γίνεται αντικείμενο επίκλησης;  Θέλουν μήπως να μας πούν ότι ξέρετε αν και αδημ…όμως, είναι  έγκυρη; Φρονούμε ότι η διατύπωση αυτή θα ήταν πληρέστερη εάν υποβάλλετο συνάμα σημείωση προτροπής για επαναφοίτηση στο πρώτο έτος νομικής.

Μπορεί μήπως να δεσμευτεί νομικά η κοινωνία από οιανδήποτε νομική διάταξη όταν  ΔΕΝ πληρούνται οι προϋποθετικές αρχές της δημοσίευσης ώστε να γίνει κατορθωτό την μάθουν όλοι;

Μπορεί να λάβει ισχύ μια απόφαση δικαστηρίου χωρίς προηγουμένως να τεθεί σε  δημόσια πληροφόρηση και γνώση προς στην κοινωνία, ώστε να καταστεί κτήμα της κοινωνίας, όταν πρακτικά τελεί ακόμη εν κρυπτώ και ως εκτός δημοσίας γνώσης; Αν όμως αυτό συμβαίνει, τότε δεν τυγχάνει προς τα έξω εν νομική ανυπαρξία;

Ακόμη και αν ψάξουμε λέξη προς λέξη και τα δώδεκα βιβλία «των νόμων» του Πλάτωνα ούτε και μια λέξη δεν θα βρούμε η οποία να δίδει ή έστω να ανέχεται δεσμευτική ισχύ σε νομική διάταξη η οποία τελεί άγνωστη στην κοινωνία λόγω μή δημοσίευσης. Ακόμη και στα δικτατορικά καθεστώτα δεν μπορεί αυτό να συμβεί αφού τουλάχιστο δημοσιεύουν τους αναγκαστικούς νόμους και τα νομοθετικά διατάγματα.

Δεν δεσμεύεται επομένως η κοινωνία από νομικά ανύπαρκτο «ον» (νομικόν κανόνα), με μια απλή φράση «μή δημοσιευθείσα» και άρα είμαστε καλυμμένοι. Αυτό είναι νομικό θράσος,  αυθάδεια προς την κοινωνία και υβριστικό προς αυτήν να καλείται προς υποταγή, κάτω από άγνωστον σ’ αυτήν κανόνα δικαίου.

Να λεχθεί ότι ακόμη και τα «νομοθετικά διατάγματα», οι μάλλον ύποπτοι «εφ’ άπαξ εκδιδόμενοι νόμοι» καθώς και οι «αναγκαστικοί νόμοι»,  «οι ύπερθεν διαταγές», «αι διατάξεις με ισχύν μέχρι νεωτέρας…» άλλων εποχών, τουλάχιστον καλώς ή κακώς ναι, δημοσιεύοντο ακόμη και σε καφενεία μέχρι και σε πάσσαλους ηλεκτρικούς …προς γνώσιν και συμμόρφωσιν.

Σε γενικές γραμμές στο σύστημα δεν υπάρχει καμία αφορώσα το σύνολο των πολιτών πηγή γνώσης της απόφασης στην οποία να προστρέξει (και άρα κατά τεκμήριο προσ- έτρεξε) και ο τελευταίος απλός γεωργός του χωριού. Κανένας δεν υπάρχει θεσμός ελευθέρας και ευρείας προσέγγισης και λαϊκής πληροφόρησης αλλά ούτε και καμία αποθήκη σκέψης δεν υφίσταται στην οποία να υπάρχει συγκεντρωμένο πληροφοριακά όλο το καταληκτικό δικανικό σκεπτικό ή περιληπτικά ταξινομημένο και κωδικοποιημένο έστω και το κατά καταστάλαγμα βασικό ίζημα του αποφθεγματικού κύρους της δευτεροβάθμιας παραγωγής.

Άρα δεν μπορεί νομικά να σταθεί ΚΑΝΕΝΑ τεκμήριο γνώσης της απόφασης από τον απλό πολίτη και ας αφήσουμε επομένως ήσυχο τον απλό πολίτη, διότι ήδη αγγίξαμε την παρανομία.

Ερωτούμε επομένως εμείς οι αμήχανοι δικηγόροι:

από την στιγμή που λένε ότι η νομολογία είναι πηγή δικαίου,(άρα διατάσσεστε να την υπακούτε) πώς μπορεί να μας δεσμεύει αφού ΔΕΝ πληροί και ΔΕΝ φέρει τις εφαρμοστικές προϋποθέσεις δέσμευσης, δηλαδή την γνώση με επί τούτω πληροφόρηση των ανθρώπων μέσα από την ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ όπως ακριβώς ο δημοσιευθείς νόμος;

Από πού άντλησε δεσμευτικό χαρακτήρα, αφού τίποτε δεν άκουσε γι’ αυτήν ο πολίτης και πολύ απλά δεν την ξέρει; Πόσο μάλλον για τις Εγγλέζικες αποφάσεις του 1800τίποτα.  Τότε με την λογική αυτή γιατί να μή μας δεσμεύει και μια απόφαση του 1800 του ανωτάτου δικαστηρίου της Ιαπωνίας ή της Ουρουγουάης ή της Μοζαμβίκης; Μήπως αυτές τις γνωρίζουμε πιό λίγο, ενώ τις Εγγλέζικες του 1800 τις γνωρίζουμε περισσότερο; Αστείες σκέψεις!

Στο ίδιο επίπεδο τις γνωρίζουμε όλες, δηλαδή δεν τις γνωρίζουμε.

Επομένως κατέχουν το ίδιο επίπεδο και την ίδια ισχύ Αγγλία ομού Ιαπωνία, Ουρουγουάη, Μοζαμβίκη.  Άρα καμία εξ αυτών δεν μας δεσμεύει.

Η άποψη του γράφοντος επομένως είναι ότι ευρισκόμεθα ενώπιον νομικής ατοπίας η οποία αυτή ατοπία όταν ειδωθεί αυστηρά (νομικά) πρόκειται περί αδιεξόδου παρανομίας και δεν βοηθά να λέμε «άστο να πάει», «ε μα έτσι είναι», «έτσι το ήβραμεν»,  διότι αυτό δεν μας τιμά ως νομικούς. Και είναι και νομική ουτοπία.

Άρα λοιπόν πού καταλήγουμε:

ας επικαλούμαστε την βοηθητική(επικουρική) αμφισβητούμενη ηθικά και εθνικά, ελλιπή πρακτικά και τραυματισμένη νομικά, αυτή πηγή δικαίου με πολύ – πολύ – πολύ περισσότερη φειδώ και πολλή δικονομική εγκράτεια και ας μην την θεωρούμε ως το απόλυτα λυσιτελές βέλος στο ολικό περιεχόμενο της φαρέτρας του νομικού.

Επομένως ας μην αυτοεγκλωβιζόμαστε και ας μην αυτοϋποδουλωνόμαστε σε τόσο μεγάλο βαθμό στην «απόφαση» έστω και αν αυτή η σχολή σκέψης είναι θεμελιώδης και εκ των ούκ άνευ ουσιώδης πυλώνας του κοινοδικαίου.

Ας επικεντρώσουμε την νομική μας σκέψη αυστηρά στην βάση της επιστήμης: Καμιά ΑΡΧΗ ΔΙΚΑΙΟΥ δεν επιτάσσει, ούτε και κανένα πανεπιστημιακό ΒΙΒΛΙΟ ΝΟΜΙΚΗΣ λέει ότι ο δικαστής εφαρμόζει την «απόφαση» αλλά ΜΟΝΟ τον ΝΟΜΟ.

Τίποτε δεν είναι τυχαίο στην Ελληνική γλώσσα: Η δικαστική απόφαση μέσα στο λεξιλόγιο της υπέρτατης των επιστημών της νομικής, ονομάζεται επιστημονικά νομολογία ήτοι «λόγος» του νόμου άρα: έργο εφαρμογής, αποτέλεσμα, αποτέλεσμα  εφαρμογής, παιδί του νόμου. Επομένως ποιός είναι αυτός που μπορεί υπερνικώντας τους άκαμπτους κανόνες της λογικής και τους αδυσώπητους και αδιατάρακτους νόμους των χωροχρονικών δυνάμεων να δώσει στην νομολογία ισχύ ισότιμη με τον νόμο, αφού ο νόμος είναι ο γεννήτορας της νομολογίας; Πώς μπορεί μια εκ δευτέρου βαθμού και ως επιπτωτικά επελθούσα κατάσταση, η οποία λέγεται νομολογία να ισοζυγίσει στην πλάστιγγα της Θέμιδας με τον νόμο;

Καταληκτικά

  • η φωτοτυπική προσκόλληση στην απόφαση ας περιοριστεί μέχρι το σημείο  που δικαιούται, ώστε να μην είναι η πρώτη λέξη στην βαθμίδα της δικαστικής και δικηγορικής σκέψης ωσάν και να μην έχουμε νόμους…δεν είμαστε α-νόμοι.
  • η απόφαση ως προϋπάρχων δευτεροβάθμιος δικαστικός λόγος ας  περιοριστεί στην δύναμη του επιστημονικού και πραγματικού εύρους της νομολογίας και ας φέρει αφ’ εαυτής την σωστή αναλογία δράσης ως όπλο της δικαιοσύνης.
  • η πραγματική της βαρύτητα μέσα στην κλίμακα της ιεραρχικής δύναμης των πηγών δικαίου και ας το καταλάβουμε ή καλύτερα ας το αποδεκτούμε όλοι είναι πολύ απλή, διότι η αλήθεια ήταν και είναι πάντα απλή: η «απόφαση» είναι  ένδειξη, είναι υπόδειξη, είναι ως εξ εφαρμογής εκ προηγούμενης εμπειρίας μια βοηθητική καθοδήγηση. Άρα η απορρέουσα δύναμη της είναι αυτή που είναι, όχι περισσότερη – διότι η πραγματική της αξία είναι ως επικουρική  πηγή δικαίου, τέλος.

Και τί επομένως θα πρέπει να γίνει;

Φτάσαμε μήπως σε αδιέξοδο;

Καθόλου αδιέξοδο!

Αντιθέτως η λύση είναι μπροστά μας και είναι πολύ πολύ απλή:

ας αναλάβουμε επιτέλους πρωτοβουλία/ες και ας φορτίσουμε με θάρρος τα ρέοντα στον θόλο της σκέψης μας νομικοπνευματικά μας ιόντα, με σκοπό να τα καταστήσουμε ικανά ώστε με δύναμη να στραφούν ΠΡΟΣ την πρωτογενή αναζήτηση λύσεως στα νομικά ερωτήματα που μας απασχολούν – γι’ αυτό εξ άλλου με τόσο τεράστιο κόπο φοιτήσαμε στις νομικές σχολές, όχι τόσο για  να αποστηθίσουμε νόμους και θεωρίες αλλά για να ΣΚΕΦΤΟΜΑΣΤΕ νομικά – ώστε να απελευθερωθούμε από την νομική ΣΚΛΑΒΙΑ και να εξυγιανθούμε από την επιδημία του συρμού: «κάτσε να δούμε τί έκαναν οι άλλοι προηγουμένως γι’ αυτό το θέμα».

Ας το δούμε βαθύτερα το θέμα, συνάμα όμως και απλούστατα: μα τί είναι η ανάτρεξη και η αναγωγική αναζήτηση των «άλλων» προηγηθεισών αποφάσεων; Και εντάξει κοπιάσαμε πολύ και την βρήκαμε την «άλλη»: όμως η ανακαλυφθείσα παρούσα δευτεροβάθμια δεν στηρίχτηκε στην προηγούμενη; Ας ταυτοποιήσουμε τώρα την «προηγούμενη» που τώρα βρήκαμε με τον αρ. π.χ. 3,  διότι δεν μπορεί να μην στηρίζεται και αυτή κάπου άρα με βάση το παράδειγμα μας καλώς έλαβε το νούμερο 3. Ωραία λοιπόν η «3»  είναι δεδομένο ότι στηρίχτηκε στην προηγούμενη «2» και η «2» στην προ -προηγούμενη υπ΄αρ. «1».

Και η «1» ; Πού στηρίχτηκε η 1(ένα); Μα αφού η «1» δεν είχε πίσω της  ΤΙΠΟΤΑ. Στηρίχτηκε στο πουθενά; Ναι το πουθενά! Αυτό πασχίζουμε να μεταδώσουμε στον αναγνώστη: στο «πουθενά».

Άρα; Πού καταλήγουμε;

Καταλήγουμε ότι το «προζύμι» η «1» δεν ήταν επομένως εκ παρθενογενέσεως νομική αντίληψη και ΔΕΝ στηρίχτηκε σε καμία άλλη απόφαση; Όσο φιλότιμοι και ακούραστοι αναζητητές και να είμαστε πάντα θα καταλήγουμε στην «1» και πάντα η «1» πουθενά δεν θα στηρίζεται παρά στο μηδέν εκτός αν ανατρέψουμε Πλάτωνες, Ευκλείδιες και  Πυθαγόρες και τα μαθηματικά τους, όμως ο γράφων θεωρεί ασήμαντο τον εαυτό του να το πράξει.

Επομένως η (μάνα) «1»  ήταν καθαρά πρωτογενής νομική σκέψη!

Ας γίνουμε επιτέλους ανεξάρτητοι νομικοί, ιδίας και αυτοκυριάρχου νομικής αναζήτησης και αυτοδυνάμου έρευνας πρωτογενούς μορφής και σκέψης και όχι εξ επακολουθίας αβέβαιοι αντιγραφείς όπως κάναμε στα διαγωνίσματα στο γυμνάσιο.

Άρα λοιπόν τί  είναι αυτό που πρέπει να  μας ενδιαφέρει ως νομικούς και ως απλούς πολίτες να κάνει ο δικαστής;

–  μήπως τον έμμεσο νομοθέτη και τον εξ αποτελέσματος συντάκτη νόμου, μέσα από την κυκλοτερή τακτική της προσκολλητικής υιοθέτησης υπαρχόντων δεδομένων μέσα από την εμπειρία των προηγούμενων «φαρμακευτικών δόσεων» ή 

–   τον ελεύθερας ψυχής και ελευθέρας διανοίας εφαρμοστή του νόμου;

Ο Πλάτωνας ο οποίος τόσο πολύ πίστεψε στην «ιδανική πολιτεία» και άλλο τόσο μόχθησε για να πείσει τον άνθρωπο για την πολιτική της ωφελιμότητα και την δικαιϊκή της αξία, μιλώντας στους μαθητές του για την καλή διακυβέρνηση της καλής αυτής πολιτείας τους διδάσκει ότι αυτή επιτυγχάνεται μόνο όταν οι διελεύσεις πολιτευτών και πολιτευομένων περνούν μέσα από τις ανορθωτικές αξίες  των λεωφόρων της δικαιοσύνης και της φιλοσοφίας, όμως για το θέμα δικαιοσύνη και το θέμα απόδοση της, ούτε και μια λέξη έγραψε για δικαστές οιονεί νομοθέτες μέσα από επεμβάσεις τους προς το δίκαιο, μέσω των εκ δευτέρου βαθμού αποφάσεων τους (ή εξ ετέρων ανωτέρων ιεραρχικά) όσο δυνατές, όσο δουλεμένες, όσο σεβαστές και αν είναι. Διότι αν αυτό ισχύσει (δηλαδή ο δικαστής να νομοθετεί) τότε θα προέκυπτε και για εμάς σοβαρό πρακτικό ζήτημα, τί θα τους χρειαζόμασταν τους  56 νομοθέτες μας αλλά και μέγα οικονομικό ζήτημα; 

Συνάμα αν νοσταλγοί της αποικιοκρατίας(υπάρχουν;) περιέλθουν σε εμφανή ή έστω ελεγχόμενη αποστέρηση, αν τυχόν περιοριστεί αυτή η νομική κατάσταση και δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς την καταθλιπτική εξουσία του «κκόμον λό», ας πάνε σε χώρες του Αγγλοσαξωνικού δικαίου και τότε θα μας θυμηθούν:

–      Στην Βόρειο Ιρλανδία, πολίτης την δεκαετία του 80 για αδίκημα που όντως δεν διέπραξε, παρέμεινε για πάρα πολλά χρόνια στην φυλακή ως μέλος του Ιρλανδικού δημοκρατικού στρατού IRA, μετά από καθ’ ομολογία παραδοχήτου (και την οποία το δικαστικό σύστημα αποδέκτηκε) η οποία όμως παραδοχή και ομολογία ήταν κατόπιν βασανιστικής πίεσης από τις εμπλακείσες δυνάμεις του συστήματος, γεγονός το οποίο αναγκάστηκε να αναγνωρίσει το κρατικό σύστημα.

Πώς προστάτευσε όμως τον άνθρωπο αυτό το δικαστικό σύστημα;

Το ανθρώπινο πρόσωπο της δικαιοσύνης (διότι πρέπει να έχει ανθρώπινο πρόσωπο αφού κρίνει ανθρώπους, άρα αν δεν έχει ανθρώπινο πρόσωπο δεν είναι δικαιοσύνη) πού βρισκόταν τις ώρες της διαδικασίας;

Θα άρεσε άραγε στον δικαστή, να παραμείνει αυτός πάρα πολλά χρόνια στην φυλακή για κάτι που δεν έκανε;

Ήταν μήπως δικαστική πλάνη ή δικαστική εθελούσια επί σκοπώ σκληρότητα;

–   Μήπως παίζει κάποιο ρόλο σε τέτοιες θλιβερές για την δικαιοσύνη και τους ανθρώπους περιπτώσεις το ότι στο απρόσωπο σύστημα του «κκόμον λο» ο δικαστής κρίνει ως διαιτητής (αντιπαραθετικό) και ΜΟΝΟ με όσα του παρουσιάσουν οι δύο αντιπαρατιθέμενες (αντιμαχόμενες) πλευρές και όχι και με όσα του λέει το ανθρωπινοδικαστικό διεισδυτικό ένστικτο του και η δικαστική και ανθρώπινη του συνείδηση αφού έχει από πάνω του,  τους  ανακοπτικούς της δικαιοσύνης κανόνες της διαιτησίας οι οποίοι δεν του επιτρέπουν να κάνει ούτε ΜΙΑ ΕΡΩΤΗΣΗ αν όχι ως διερευνών δικαστής, έστω από ενδιαφέρον και από ανθρώπινη περιέργεια;

–   Μήπως επίσης είναι ύποπτο που κατά απόλυτη – απόλυτη παραβίαση της φιλοσοφίας και των κανόνων του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και του τοπικού δικαίου,  οι διεθνείς έμποροι, βάζουν (δηλαδή επιβάλλουν εκ δεσπόζουσας θέσης ισχύος) όρο στα συμβόλαια τους ότι σε περίπτωση σύγκρουσης των πλευρών θα εφαρμόζεται λέει το Εγγλέζικο δίκαιο, ακόμη και αν οι συγκρουόμενες πλευρές βρίσκονται διάσπαρτες και εξ αντιθέτου γεωγραφικής παρατάξεως στην Χονολουλού, στην Κορέα, στο Τατζικιστάν, στην Βολιβία, στην Νιγηρία, ή στην παγωμένη Σιβηρία ή  στην διακεκαυμένη Σαχάρα ή  στην εύκρατη Ουγκάντα!

Και γιατί το Εγγλέζικο δίκαιο;

Και τί άραγε το ελκυστικό έχει μέσα το δίκαιο αυτό, ώστε ως μέλι και ζάχαρη να  προτιμούν αυτό με χίλια και όχι π.χ. το δίκαιο της Χιλής ή της Μοζαμβίκης ή της Ισπανίας; Μήπως οι Χιλιανοί, οι  Μοζαμβικανοί και Ισπανοί νομοθέτες είναι άδικοι και επομένως ακατάλληλο το δίκαιο τους, ενώ το Εγγλέζικο δίκαιο είναι ο άριστος οδηγός  για τα χρηστά συναλλακτικά ήθη, τις έντιμες εμπορικές συνήθειες και τους άκρως ηθικούς κανόνες του εμπορίου, ως Θεϊκά και πανάλαφρα ισοζυγισμένο με τις εν γένει αξίες του εμπορικού δικαίου;  Πόση υποτίμηση της νοημοσύνης μας;        

Μήπως διδαχτήκαμε λάθος νομικά; Πάλι και πάλι προκύπτοντα.

  • Η διάταξη αυτή δεν είναι απόλυτη παραβίαση των βασικών κανόνων και των αρχών σκέψης εφαρμογής του Ιδιωτικού διεθνούς δικαίου;
  • Και η δικαιοδοσία /δωσιδικία/ κατά τόπον αρμοδιότητα των δικαστηρίων.

Κάποια απόλυτη νομική αρχή στην οποία εμείς οι καλόπιστοι «ιθαγενείς» πιστεύουμε για την χώρα μας,  αυτήν  της κατά τόπο αρμοδιότητας των δικαστηρίων άρα του κατά τόπον(τοπικού)δικαίου δεν τσαλαπατήθηκε άσχημα και προσβλητικάμε την διά της βίας εφαρμογής του Εγγλέζικου δικαίου; Ο γεωγραφικός χώρος σύναψης μιας δικαιοπραξίας δεν είναι ο απόλυτος παράγων ο οποίος καθορίζει το κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο στην δικαιοδοτική περιφέρεια του οποίου θα ενταχθεί η συναφθείσα/προκύψασα διαφορά;

  • Αυτοτέλεια, ανεξαρτησία, κρατική αυθυπαρξία.

Και η κρατική κυριαρχία, η ανεξαρτησία, ο σεβασμός της αυτοτέλειας και νομικής αυθυπαρξίας και η ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ ενός εκάστου κράτους δεν καταρρακώνονται αφού το Εγγλέζικο δίκαιο εισερχόμενο εντός της νομικής τάξης της συγκεκριμένης χώρας, επιφέρει  περιφρονητική αυτότμηση του δικαίου της χώρας αυτής;  

Αποτέλεσμα αυτής της παρανομίας

Οι ως άνω ατυχείς του παραδείγματος χώρες δεν καθίστανται «μέχρι νεωτέρας»  νομικά έμμεσα υποτελείς στο κκόμονλο και άμεσα υποτελέστερες στις δυνάμεις εκείνες οι οποίες έχοντας συμφέρον το επέβαλαν;

–    Προς κάθε έντιμο άνθρωπο: μήπως είναι δίκαιο που ενώ ο κατηγορούμενος σε μια ποινική δίκη είναι ορατά, μέχρι ορατότατα ένοχος και αυτό το καταλαβαίνουν από την πορεία της διαδικασίας χωρίς να είναι νομικοί, ακόμη και οι γάτοι που βρίσκονται στην ταράτσα του δικαστηρίου, εν τούτοις όμως να αθωώνεται για τεχνικά λέει, θέματα; Το πιό τραγικό είναι να ξέρει ΚΑΙ ο δικαστής ότι είναι ένοχος ο κατηγορούμενος, που σημαίνει ότι υπάρχει θέμα με την δικαστική συνείδηση και την πραγματική εσωτερική της έννοια, επομένως όλα όσα καλά ελέχθησαν στο «ίντερβιου» ως προτερήματα για πρόσληψη και όλα εκείνα τα ηθικά και πνευματικά στοιχεία τα οποία καθ’ υπόσχεση παρεσχέθησαν ως εχέγγυα για την καλή άνοδο στην έδρα, ήταν τελικά άκυρα. 

Σχετικά συνδεόμενα θέματα από σκηνές που ο γράφων παρακολούθησε τα οποία είναι μεν συμβολικά ίσως και «εικονικά» όμως έχουν πλήρες νόημα.

–   Μήπως είναι συμβατό με το δίκαιο και την περί δικαίου αντίληψη ημών των απλών και «αφελών» ανθρώπων, η σκηνή Δυτικής ταινίας (κκόμονλο) στην οποία κατά τις κρίσιμες χρονικά στιγμές μιας δολοφονίας μέσα σε κάποιο δρόμο, οι προστρέξαντες αστυνομικοί κυνηγώντας τον δράστη, πήραν από την σκυβαλλοθήκη κοντινού σπιτιού του χώρου του εγκλήματος, το δολοφονικό όπλο που πέταξε τρέχοντας ο δράστης ο οποίος όμως τελικά διέφυγε της σύλληψης και παρ’ όλα αυτά όταν ο δράστης αργότερα συνελήφθη και οδηγήθηκε στο δικαστήριο, απαλλάχτηκε διότι οι αστυνομικοί δεν πήραν λέει άδεια (τεχνικό σημείο λέει) από το ιδιοκτήτη του σπιτιού να ανοίξουν την σκυβαλλοθήκη και να πάρουν το όπλο;

–  Σε κάποια άλλη «φάση» σκηνής Δυτικής ταινίας (κκόμονλο), όταν ο δικαστής ανέφερε κάποιο σχόλιο/σκέψη για κάποιο θέμα με ορατή βάση το οποίο κατέληγε εις βάρος του κατηγορούμενου, ο δικηγόρος του κατηγορουμένου ανέκοψε τον δικαστή λέγοντας του: «όχι, το δικαστήριο θα ακούσει μόνο μαρτυρία» αναγκάζοντας τον δικαστή να υποχωρήσει. Και ερωτάμε εμείς οι αγαπώντες το δίκαιο αμήχανοι δικηγόροι: και γιατί ο δικαστής να μην μπορεί να χρησιμοποιήσει το μυαλό και τα νομικά του για να συν-άξει ωφέλιμα για την δικαιοσύνη στοιχεία από την όλη δικαστική διαδικασία ώστε στην πορεία σκεπτόμενος να εξ-άξει ελεύθερος από πονηρές τεχνικές ανακοπές, μέσα από την συνείδηση του τα δικανικά του συμπεράσματα, αντί να τελεί υποδουλωμένος μόνο στην «μαρτυρία» και στο περιεχόμενο της δική της(της μαρτυρίας) και μόνον ύλης, τελώντας υπό απαγόρευση υπερορίας(να μην μπορεί να φύγει από τα τοπικά όρια) η συμπερασματική ταξίδευση της δικαστικής του σκέψης; Αυτό είναι  δικαιοσύνη;

–    Μήπως είναι επίσης συμβατή με το δίκαιο η σκηνή και πάλι Δυτικής ταινίας όπου η βάση της κατηγορίας και η επιδίωξη από πλευράς της κατηγορούσης αρχής ήταν η σύνδεση του κατηγορούμενου με το υπό εξέταση αδίκημα με βάση ένα καπέλο που βρέθηκε στην σκηνή του εγκλήματος (εννοείται ως δικό του κατηγορούμενου άρα συνδέεται) και όταν ο κατηγορούμενος καλώς ή κακώς αθωώθηκε(μή αποδειχθέν ως δικό του, ή αποδειχθέν ως μή δικό του το καπέλο) βγαίνοντας από το εδώλιο ρώτησε τον δικαστή: «να πάρω το καπέλο μου», ο δικαστής του απάντησε «να το πάρεις», εννοώντας αφού αθωώθηκες δεν έχει σημασία πλέον αν είναι ή δεν είναι δικό σου.

Δηλαδή το συμπέρασμα που βγαίνει μέσα από την απάντηση του δικαστού είναι  «φίλε αφού αθωώθηκες, τίποτα δεν έκανες, επομένως όλα τα άλλα, δεν έχουν πλέον καμία σημασία». Όμως πάλι αφελώς σκεπτόμενοι υποβάλλουμε νομικό ερώτημα αν  αυτό είναι δικαιοσύνη ή αν είναι περιπαίξιμο. Δεν ένιωσε ο δικαστής ότι ο μόλις αθωωθείς τώρα τον περιπαίζει; Και την δικαιοσύνη περιπαίζει; Τί σημαίνει πριν μερικά λεπτά δεν ήταν δικό του το τεκμήριο και τώρα έγινε εντελώς μαγικά και χωρίς καμία προέκταση ή συνέπεια δικό του, όμως όλα καλά; Αυτά δεν είναι νομικά: ας τα «παραιτήσουμε» λοιπόν και ας πάμε σπίτι μας – να ξεκουραστούμε!

Καταλήγοντας, ποιός ο διδακτικός συμβολισμός που ήθελε να αναδείξει ο συγγραφέας αυτών των έργων; Και επειδή τα έργα δημόσιας προβολής μέσα από την  οθόνη του σπιτιού του κάθε απλού ανθρώπου απευθύνονται στην κοινωνία όλων των ανθρώπων με σκοπό κατά τεκμήριο (πολύ μαχητό) να την διδάσκουν για το καλό και όχι βεβαίως το κακό, άραγε «τί θέλει να πει ο ποιητής» =  τί ήθελαν οι ταινίες αυτές να προβάλουν προς την κοινωνία;

Ότι το δίκαιο είναι μόνο αυτό που μπορεί να αποδειχθεί και επομένως αν δεν αποδειχθεί ή δεν κατάφερες να το αποδείξεις (λες και αυτός που κάνει ένα έγκλημα πάντα θα αφήνει για χρήση από τους ανακριτές και τους εισαγγελείς απλόχερα πίσω του τόμους ολόκληρους αυθεντικά και πιστά φωτοαντίγραφα με νομικά και αποδεικτικά στοιχεία και τεκμήρια, πετώντας μέχρι και ψίχουλα στον δρόμο του,  όπως τον Κοντορεβυθούλη)  τότε δεν υπάρχει και αφού δεν «υπάρχει», δεν είναι κολάσιμη η ισχυριζόμενη παραβίαση του μή υπάρχοντος. Και το τραγικότερο; Ούτε και υπήρξε ποτέ δίκαιο, ως εξ υπαρχής ανύπαρκτο στοιχείο. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Καθόλου μα καθόλου έτσι! 

Μας θυμίζει το εν Κύπρω δικό μας: «εν αποδείκτην»! Και επειδή «εν αποδείκτην», αυτό σημαίνει πως δεν έγινε το έγκλημα; Η επειδή δεν βρέθηκε το πιστόλι ή το μαχαίρι ή ότι δεν υπάρχει σκοτωμένος(τον εξαφάνισαν)σημαίνει ότι δεν έγινε έγκλημα και δεν θα καταδικαστεί κανείς ως ένοχος; Τί λυντσάρισμα των νομικών εννοιών είναι  αυτό!

Γύρω στο 2010 για κάποιο έγκλημα στην Λευκωσία δεν βρέθηκε το όπλο ενώ υπήρχε θύμα. Τότε φήμες, δημοσιεύσεις και άλλες δημόσιες δηλώσεις, εκπρόσωποι,  επίσημοι και ανεπίσημοι παράγοντες, όλοι έλεγαν ότι αφού δεν βρέθηκε το όπλο δεν υπήρχε λέει αδίκημα ή εν πάσει περιπτώσει δεν θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί. Αυτό το νομικά τραγικό, το έλεγαν μάλιστα και δικηγόροι. Πιθανολογείτο ότι το όπλο του εγκλήματος βρισκόταν κάπου στην γραμμή καταπαύσεως του πυρός παρά το Μάμμαρι – Δένεια και πιθανότατα μέσα σε άβατη λίμνη με λασπόνερα στην νεκρά ζώνη. Έτσι τινές σκέφτηκαν να χρησιμοποιηθεί ελικόπτερο το οποίο να φέρει αιωρούμενο μεγάλο μαγνήτη ώστε ο μαγνήτης να αρπάξει μέσα από τα λασπόνερα το (σιδερένιο) όπλο. Ευτυχώς για την έννοια και την αξιοπρέπεια της δικαιοσύνης ο αείμνηστος, τότε υπουργός δικαιοσύνης, ηρωικός πολεμιστής/πολυβολητής στο 286 Μ.Τ.Π. στην Κερύνεια, άριστος νομικός και αξέχαστος καλός φίλος του γράφοντος, έκανε δήλωση στην τηλεόραση: Μα δεν σημαίνει ότι με το να μην βρεθεί το όπλο δεν στοιχειοθετείται αδίκημα.

Συνεχιζόμενες σκέψεις.

Αναγκαστικός νομικός νεολογισμός: ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΕΝΟΧΗΣ(ναι τεκμήριο ενοχής)

Εν αποδείχτην λένε τινές εκ των μεταπολιτευτικών πολιτειακών Ελλάδος Κύπρου, άρα είμαστεν εντάξει και μάλιστα τινές εξ αυτών νομικοί πλημμελώς όμως καταρτισμένοι, κάνοντας πως τάχα δεν γνωρίζουν ή όντως δεν γνωρίζουν(αυτό είναι χειρότερο) ότι υπό προϋποθέσεις και υπό εξ αντικειμένου περιστάσεις που επιβάλλει το δίκαιο το βάρος απόδειξης μεταστρέφεται προς την αληθή κατεύθυνση του δικαίου, ήτοι αντιστρέφεται σε σχέση με τον νομικό κανόνα ότι ο ίδιος ο ισχυριζόμενος (ο προτάσσων) οφείλει να αποδείξει τους ισχυρισμούς του καλώντας ως εκ τούτου την αντίθετη πλευρά να αποδείξει τις θέσεις της.

Νομικός κανόνας αντιστροφής του βάρους απόδειξης.

Ας δούμε αυτόν τον κανόνα σε πρακτική εφαρμογή μέσα από το παράδειγμα ενός νόμου.

Νόμος 18(1)2008.«Ο περί ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες  και στην παροχή αυτών. Αντιστροφή του βάρους απόδειξης. 10(1)Σε οποιαδήποτε δικαστική εκτός  από ποινική ή εξώδικη διαδικασία αν το πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι θίγεται από παράβαση διατάξεων του παρόντος νόμου επικαλείται και στοιχειοθετεί πραγματικά περιστατικά από τα οποία πιθανολογείται η παράβαση το δικαστήριο ή ο επίτροπος υποχρεώνει τον αντίδικο του να αποδείξει ότι δεν υπήρξε οποιασδήποτε παράβαση του παρόντος νόμου.

Σε ακαδημαϊκό επίπεδο για σκοπούς καθοδήγησης μας το ορατό και πολύ κατανοητό παράδειγμα του ως άνω νόμου αυτού θα αποτελέσει κατ’ αναλογία οδηγό στην προσπάθεια μας  να υποστηρίξουμε τις θέσεις μας.

Τί λέει αυτός ο νόμος;

Είναι απλό: Όταν κάποιος ισχυρίζεται κάτι και το στοιχειοθετεί με τέτοια υποστήριξη πραγματικών περιστατικών (επικαλείται και στοιχειοθετεί πραγματικά περιστατικά) ώστε να πιθανολογείται ο ισχυρισμός του (από τα οποία πιθανολογείται η παράβαση) τότε η άλλη πλευρά οφείλει να αποδείξει τυχόν μή παράβαση.

Και γιατί γίνεται όμως αυτό; Γιατί δηλαδή δεν καλείται μονομερώς ο ισχυριζόμενος να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τους ισχυρισμούς του (όρια γενικών διατάξεων ποινικής δίκης) αλλά θεωρείται νομικά αρκετή η πιθανολόγιση άρα ο καθ’ ού καλείται να αποσείσει τις κατ’ αυτού κατηγορίες;

Η απάντηση μέσα από το αιτιολογικό της λογικότατης σκέψης του νομοθέτη:

–   όταν λόγω της φύσης, μορφής, ιδιαιτεροτήτων, περιστάσεων αλλά και των γενικών και ειδικών αντικειμενικών και υποκειμενικών συνθηκών και γεγονότων διάπραξης του αδικήματος

–  και σε συνάρτηση με τυχόν θέση ισχύος ή μή ισχύος οιασδήποτε των πλευρών επιφέρουσα μεταξύ τους ανισορροπία η οποία δεικνύει ορατά ότι όλα αυτά θα αποβούν σε βάρος της μιας πλευράς δηλαδή αυτής του ισχυριζόμενου ώστε δυνατόν να επηρεάσουν τόσο την στοιχειοθέτηση(ακόμη και αν στοιχειοθετηθεί) όσο και τις διερευνητικές προσπάθειες, δυνατότητες και πιθανότητες διαλεύκανσης της συγκεκριμένης υπόθεσης

–  και με στην σκέψη ότι με αυτά τα δεδομένα θα είναι δύσκολο ή και αδύνατον η πιθανολογημένη παράβαση να αποδειχθεί σε δικαστήριο ώστε να αποδοθεί δικαιοσύνη τότε ναι, ανάλογα το βάρος της απόδειξης μετατίθεται από την πλευρά αιτητού αντιστρεφόμενο προς την άλλη πλευρά.

Επομένως η δικαιοσύνη με την αντιστροφή του βάρους απόδειξης  καθ’ υπέρβαση ξεπερνά τον φραγμό του κλασσικού κανόνα ότι ο ισχυριζόμενος αποδεικνύει και έτσι όχι μόνο δεν δημιουργείται αδικία αλλά αντιθέτως τροφοδοτείται με ενέργεια δικαίου ο αγώνας για την αλήθεια.

Άρα, στο θέμα των πολιτειακών/πολιτικών εν πολλοίς είναι δεδομένη και εντελώς εφαρμόσιμη πλέον η αντιστροφή αυτού του κανόνα, αφού οι ίδιοι έθεσαν εαυτούς εκτός της κανονικής ροής και της νομικής κατεύθυνσης της πορείας του βάρους της απόδειξης, ένεκα της ορατής προκλητικότητας, συστηματικότητας και χρονικότητας των επίσης ορατότατων πιθανοτήτων διάπραξης των κατορθωμάτων τους και χωρίς  βεβαιότατα να εκδίδουν και από πάνω γραπτές τραπεζικές αποδείξεις…ανάληψης.

Συνεπώς πώς θα μπορέσουν οι απλοί άνθρωποι να βρούν τα από αυτούς εξαφανισθέντα στοιχεία για να αποδείξουν την ενοχή των εκ των εγκληματικών αυτών ταγών;

Όμως τα εγκλήματα, πολιτικά, εθνικά και οικονομικά εντελώς πιθανολογημένα έγιναν. Χίλιοι λόγοι υπερ-πιθανολόγισης που εκτίθενται στην δημοσιότητα οι «αναλήψεις» τους, όταν λεπτομερειακά και με πλούσια στοιχεία τις δημοσιεύουν η μια κατά της άλλης πλευράς όταν  «πικκαριστούν» μεταξύ τους.

Άρα;

Αφού έγιναν θα μείνουν όλα ατιμώρητα και με αμείωτη ένταση συνεχιζόμενα και την πατρίδα ασταμάτητα να πλήττεται μέχρι ολικού αφανισμού επειδή:  ξέρετε έχει έναν νομικό κανόνα που λέγει ότι πρέπει να τα αποδείξουμε και έναν ακόμη πιο δύσκολο κανόνα το τεκμήριο αθωότητας και επομένως το βάρος (λέει) της απόδειξης ενοχής βρίσκεται στου ώμους του ισχυριζόμενου;

Ίσως θα μας πούν ακόμη ότι: η επίκληση σας δεν στοιχειοθετεί πραγματικά περιστατικά και δεν πιθανολογείται η παράβαση. Αυτά να τα πείς αλλού λέει ένα σοφό λαϊκό ρητό.

Ακόμη και να μην στοιχειοθετείτο κάτι (όμως και στοιχειοθετούνται και πιθανολογούνται και οι μόνοι που δεν τα βλέπουν είναι αυτοί που ΔΕΝ θέλουν να τα δούν), αυτοί αυτοβούλως θα έπρεπε να έθεταν εαυτόν, υπό τον έλεγχο των ανθρώπων που τους προσέλαβαν στην θέση που βρίσκονται.

Μα αφού προεκλογικά οι εκ των πολιτικών/πολιτειακών (τινές όχι όλοι) μιλούν για ανάληψη ευθυνών, για κριτική και αυτοκριτική, ότι είναι έντιμοι, ακέραιοι, ηθικοί μέχρι θανάτου ηθικότατοι, αμερόληπτοι, θερμοί θιασώτες της διαφάνειας ως εκ τούτου πανέτοιμοι και διαθέσιμοι για έλεγχο από την κοινωνία και άλλο τόσο πανέτοιμοι για αγώνα όντες λέει απόλυτα ευρισκόμενοι στην διάθεση του πολίτη να τον υπηρετήσουν. Όμως αυτά τα καλά λόγια δεν φαίνεται να πολυταιριάζουν με την εξωτερική εικόνα των του συστήματος μελών( επαναλαμβάνουμε τινών μελών και όχι όλων).

Άρα κάτι δεν πάει καλά: Απόλυτη αναντιστοιχία, απόλυτη σύγκρουση λόγων και έργων στους περί τα πολιτικά πράγματα. Η διαφθορά και η κλοπή είναι ορατότατη και προκλητικότατη στα μάτια του λαού αλλά τι κρίμα – όμως είναι νομικό το θέμα: δεν μπορεί λέει να αποδειχτεί! Όμως η ζωή ημών των απλών πολιτών προχωρά με τα βράδια να βλέπουμε από τηλεοράσεως σε επεισόδια τους βίους και κατορθώματα των του συστήματος με την απάτη και την διαφθορά ως ρουτίνα πλέον να αναδεικνύονται ως κουλτούρα δράσης και μάλιστα με φόντα (βάθος εικόνας) προς την εξέλιξη της, την επέκταση και την «καλυτέρευση» της.

Τόσα πολλά είναι τα κατορθώματα τινών εκ του πολιτικού βίου και περί την πολιτειακή εξουσία, που ο Πλάτωνας μετά την «Ιδανική πολιτεία» αντί να ησυχάζει στην κατοικία του στο Βασίλειο των ψυχών, μέσα σε απόλυτη αγανάκτηση, άρχισε να γράφει  για την «Θεραπεία και εξυγίανση της πολιτείας»!

Όμως ο κάθε τίμιος άνθρωπος που αγαπά την πατρίδα ερωτά: πείτε μας καθαρά εσείς νομικοί- θα αφήσουμε αυτούς τους τύπους που λυμαίνονται και καταστρέψουν τον τόπο και την κοινωνία ελεύθερους, για τον κανόνα ότι  ο ισχυριζόμενος αποδεικνύει και για ένα τεκμήριο αθωότητας;

Ασφαλέστατα ΟΧΙ.

Τίποτα δεν χάθηκε.

Η λύση υπάρχει.

Οι νομικοί «προβάλλουν»  τα νομικά εμπόδια και οι νομικοί θα δώσουν επομένως

την ΛΥΣΗ.

Η λύση είναι ΝΟΜΙΚΗ:

–   για τον κανόνα ότι ο ισχυριζόμενος  αποδεικνύει, λύση είναι η αντιστροφή του βάρους απόδειξης ως ανωτέρω.

για το τεκμήριο αθωότητας, λύση είναι το τεκμήριο της ενοχής με άμεση εφαρμογή υπό προϋποθέσεις.

Αν δεν αρέσει σε τινές δεν υπάρχει απλούστερη στον κόσμο απάντηση: ας μην αναλάβουν, ενώ  αν  πούν  όχι, ξέρετε αυτό είναι καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αυτό είναι παράνομο κ.λ.π. αστειάκια), σημαίνει ότι είναι εκ προοιμίου ένοχοι αφού αν είναι τίμιοι καθαροί και αθώοι ΔΕΝ έχουν τίποτα φοβηθούν, άρα;

Ερώτημα – πώς τεκμηριώνεται ο νομικός νεολογισμός – τεκμήριο της ενοχής ;

Το τεκμήριο αυτό τεκμηριώνεται ως εξής:

–   με δεδομένο ότι οι ως άνω «τινές» είναι δημόσια πρόσωπα άρα έχουμε να κάνουμε με διαφορετικούς κανόνες και μαζί τους μιλούμε διαφορετικά,

–    με δεδομένο ότι οι ως άνω «τινές» φέρουν εξουσία, άρα είναι πιθανότατο να την χρησιμοποιήσουν καταχρηστικά προς ίδιον κάλυψης όφελος,

–    με δεδομένο ότι οι ως άνω «τινές» όπως είπαμε δεν αφήνουν πίσω τους νομικά τεκμήρια κατά την διάπραξη εγκλημάτων κατά της κοινωνίας, ένεκα χρήσης της πονηριάς και της  ισχύος της εξουσίας,

–   με δεδομένο ότι υπάρχει σφοδρότατο πρόβλημα για το πώς θα βρεθούν αφού δεν άφησαν/δεν βρέθηκαν τεκμήρια και η δικαιοσύνη δεν μπορεί να μην αποδίδεται ούτε να καταλήγει σε τέλματα διότι αντί δικαιοσύνη θα καταντήσει αρνη-σίδικη δικαιοσύνη,

–  με δεδομένο ότι επειδή δεν υπάρχουν τεκμήρια δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει αδίκημα,

–   με δεδομένο όμως ότι ένεκα απόλυτα ορθού συμπερασματικού συλλογισμού  βοά η πιθανότητα ότι όντως διέπραξαν αυτοί τα συγκεκριμένα αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου,

–   με  δεδομένο ότι όντως τα αδικήματα ΥΠΑΡΧΟΥΝ

–   με δεδομένο ότι οι ένοχοι πρέπει να βρεθούν και η δικαιοσύνη πρέπει να λάμψει,

–  με δεδομένο ότι οι εκ των πολιτειακών εξακολουθούν να δηλώνουν έντιμοι και έτοιμοι για έλεγχο για τα υπό αναφορά αδικήματα και δεν έχουν να φοβηθούν για τίποτα,

–   με δεδομένο ότι μιλάμε για πολιτικά/πολιτειακά  πρόσωπα για τα οποία ισχύουν και εφαρμόζονται για λόγους ευθιξίας πολιτικοί και ηθικοί κανόνες ακόμη και πέραν και εκτός ή καθ’ υπέρβαση ή ακόμη και ενάντια στους συνήθεις τρέχοντες καθαρά νομικούς(να δείτε προεκλογικά με πόσο φιλότιμο τους απαριθμούν) και εν πάσει περιπτώσει δεν εφαρμόζονται εξαντλητικά γι’ αυτούς μόνο οι κλασσικοί νομικοί κανόνες αλλά και άλλοι ηθικοδικαϊικά υπέρτεροι κανόνες –

–   με δεδομένο ότι αφού οι ως άνω κατά δική τους δήλωση δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν (αφού παρα-λένε ότι είναι αθώοι) άρα τίποτα δεν υπάρχει για να τους εμποδίζει από του να αποδείξουν ότι οι ίδιοι ότι είναι έντιμοι και ότι δεν έκαναν τα τάδε κατορθώματα άρα καταλήγουμε ότι το τεκμήριο αθωότητας οι ίδιοι το κατέστρεψαν ηθικά και το διέγραψαν μέσα από τις σελίδες των βιβλίων του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικονομίας συνθλίβοντας την προς όφελος τους νομική εφαρμοστική του έννοια. Άρα τελεί εξουδετερωμένο – δεν υπάρχει γι’ αυτούς κανένα τεκμήριο αθωότητας.

Όμως συνάμα δεν υπάρχει κατάσταση δικαιοστασίου, δηλαδή αναστολή της δράσης και λειτουργίας της δικαιοσύνης και επομένως αφού η δικαιοσύνη εξακολουθεί να λειτουργεί και να απονέμεται και αφού το τεκμήριο  αθωότητας τέθηκε γι’ αυτούς εκτός της δικονομικής μάχης, ποιό άλλο επομένως νομικό τεκμήριο και ποιά άλλη αρχή δικαίου θα συνεχίσει την  ιερή του δικαίου πορεία ώστε να βρεθεί η αλήθεια;

Πρέπει κάποιο άλλο να υπάρχει, έτσι επιβάλλει η λογική.

Και η λογική επιβάλλει εντόπιση του μέσα από τον βασικότατο κανόνα της λογικής επιστήμης: τον λογικό κανόνα της εις άτοπον απαγωγής.

Συνεπώς ας δούμε αυτόν το κανόνα στην πράξη:

αφού το τεκμήριο της αθωότητας κατέστη γι’ αυτούς ήδη «ψευδής πρόταση» στους ανωτέρω συλλογισμούς, άρα δεν το κατέχουν ή και δεν δικαιούνται να το κατέχουν, και αφού πλέον η απόδειξη της αλήθειας ως η αληθής πρόταση είναι αυτό που βγαίνει μέσα από την αντίθετη πρόταση, δηλαδή την αληθή που είναι το τεκμήριο της ενοχής,  άρα «αληθής πρόταση»

είναι πλέον το τεκμήριο της ενοχής.

Ιδού λοιπόν το εντελώς αρμόζον για την περίπτωση που αναλύουμε νομικό  τεκμήριο της ενοχής. Οι ίδιοι το «κέρδισαν» οι τινές, καταπατώντας τους νόμους, το δίκαιο, τις αξίες  και  τις αρχές δικαίου γκρεμίζοντας το υπέρ τους τεκμήριο αθωότητας ως ανάξιοι να το φέρουν. Έτσι με τις πέτρες που η κοινωνία ασταμάτητα τους λιθοβολεί απαιτώντας δικαιοσύνη, οι ίδιοι έκτισαν τον τοίχο απομόνωσης τους εντός του κελιού του τεκμηρίου της ενοχής τους. Άρα καλούνται οι εκ των πολιτειακών να αποσείσουν από τους ώμους τους το τεκμήριο ενοχής με τον απλούστερο τρόπο του κόσμου: ότι δεν έκαναν κανένα αδίκημα! Και η κίνηση τους αυτή θα είναι πολύ απλή και καθόλου –καθόλου  κοπιώδης αν όντως δεν αδίκησαν.

Αν

1. υπάρχει άλλη λύση να βρεθούν και τιμωρηθούν αποτρεπτικά οι ένοχοι καλούνται οι κατέχοντες αυτήν να την θέσουν υπό όψιν του γράφοντος.

Αν

2.  η  λύση «τεκμήριο της ενοχής» είναι …αντισυνταγματική, τότε ας μας πουν 2(α) αν συνταγματικά έκλεψαν τα χρήματα του λαού

2(β) την συνταγματική λύση που θα φέρει πίσω τα κλεμμένα χρήματα και την κλεμμένη τιμή των ανθρώπων μας. Μέχρι όμως να μας την πούν το τεκμήριο θα ισχύει ως επιστρεπτέον.

Με πολύ απλά λόγια πέρα από νομική ανάλυση: 

Αφού τα εγκλήματα των πολιτικών/πολιτειακών υπάρχουν ορατότατα και με ορατότατες συνέπειες στην αξιοπρέπεια της κοινωνίας και επειδή δεν μπορούν να αποδεικτούν μέσα από τις κανονικές νομικές διαδικασίες ΟΜΩΣ υπάρχουν και εξακολουθούν αυξητικά και βοώντα να υπάρχουν και επειδή η δικαιοσύνη πρέπει να αποδοθεί και για σκοπούς τιμωρίας και για σκοπούς μή επανάληψης των αδικημάτων επομένως τί θέλουμε; Η κοινωνία να παραμείνει άπραγη μπροστά στην διαρπαγή και την βουλιμία τους, να μην τους τιμωρήσει και να μην τους αποτρέψει από την τέλεση των εγκληματικών κατά της κοινωνίας πράξεων τους για «νομικούς λόγους» του δικαίου της απόδειξης και επομένως θα συνεχίζονται αυτό το κακό ες αεί;

Το δέχεται αυτό έστω και ένα πολίτης από τις 900.000 των συμπολιτών μας; Άρα ο δρόμος εφαρμογής του τεκμηρίου ενοχής ανοικτός-  κάτι σαν το κακοποιημένο «πόθες έσχες» κατ’ αναλογία δικαίου.

Πώς θα υλοποιηθεί και πώς θα λειτουργήσει στην πράξη; Να μήν ανησυχεί κανείς γι΄αυτό το θέμα, διότι αυτοί οι ίδιοι ξέρουν πολύ καλά. 

Επομένως η κοινωνία τους καλεί πλέον να αποδείξουν οι ίδιοι την αθωότητα τους και δεν μας πτοούν τυχόν ειρωνείες ότι τα νομικά μας είναι λίγα διότι «αλλάξαμεν τα  νομικά τεκμήρια». Τα  νομικά αυτά ευεργετήματα ΔΕΝ τα αλλάξαμε εμείς αλλά αυτοί, όμως ναι είναι αλήθεια ότι τα νομικά μας είναι λίγα, όπως λίγα είναι όλων των ταπεινών και με αυτογνωσία νομικών, διότι μπροστά στην μεγαλυτέραν των επιστημών την νομική  όλοι είμαστε λίγοι.  Επομένως αυτοί που κάνουν ότι ξέρουν νομικά (αυτοί συνήθως ξέρουν όλα τα νομικά – τα πάντα) είναι ανασφαλείς και πολύ κάτω και από το «λίγοι» για τον απλούστατο λόγο ότι απλά προσποιούνται, διότι κανείς εκ των ανθρώπων δεν κατέχει από την νομική επιστήμη παρά μόνο λίγες σταγόνες του κατά τα άλλα μεγαλειώδους ωκεανού της.

Παρ’ όλα αυτά όμως με πλήρη ταπεινότητα, εμείς λέμε ότι τα νομικά μας πολλαπλασιάζονται με γεωμετρική πρόοδο και μέσα στις ψυχές μας γίνονται «πολλά» όταν υπερασπίζουμε την πατρίδα μας.

Η υπόθεση που αναλύουμε δεν ανήκει στον κατάλογο των αμιγώς κλασσικών νομικών ζητημάτων αλλά φέρει θέματα τόσο νομικής όσο και ηθικοπολιτικής τάξης λειτουργώντας με συλλογιστική και κανόνες διαφορετικούς από τους συνήθεις όπως εφαρμόζονται για τους κλασσικούς παραβάτες των νόμων. Πρόκειται για θέμα πολιτικής ζωής και σφοδρής κακοποίησης της ηθικής του πολιτικού βίου, οπότε και μπαίνουμε σε άλλες παραμέτρους σκέψεις. Υπάρχει σοβαρότατο καζουϊστικό θέμα (ηθική σύγκρουση καθηκόντων) μπροστά στο οποίο κανένα ηθικό και πατριωτικό μέλος της κοινωνίας δεν επιτρέπεται να κάνει άλλη σκέψη και να λάβει άλλη απόφαση εκτός από αυτήν η οποία θα είναι ωφέλιμη για την κοινωνία και την πατρίδα.

Άρα δεν τίθεται θέμα μή ορθότητας ή λάθος ή άδικη κίνηση η αποστέρηση από τους τινές πολιτειακούς/πολιτικούς του ως νομικού τεκμηρίου της αθωότητας. Η απόσυρση αυτή τελεί υπό νομική και πολιτική ασφάλεια ορθότητας αφήνοντας ελεύθερο να δράσει πλέον το αντίθετο τεκμήριο, αυτό της ενοχής αφού οι ίδιοι έθεσαν εαυτούς εκτός της προστασίας από το τεκμήριο της αθωότητας αφού οι ίδιοι αυτοπροαιρέτως εντάχτηκαν στο αντίθετο. Δεν τους βγάλαμε από τον κανόνα, από κανένα κανόνα.

Αντίθετα  αυτοί βγαίνουν από τον κανόνα:

γιατί όταν συμφέρει στην ματαιοδοξία τους και για να τους απο-θαυμάσουν οι «χωρκανοί» τους, τινές πολιτειακοί/πολιτικοί με επίκληση της πολιτειακής/πολιτικής  τους ιδιότητας απαιτούν την εξαίρεση και το προβάδισμα: να σηκώνονται λέει όλοι όταν έρχονται/εισέρχονται κάπου, να κάθονται μπροστά σε εκδηλώσεις και όχι μέσα στον κόσμο που εκπροσωπούν με πρόσχημα τον σεβασμό λέει στον θεσμό (;) να λαμβάνουν στις εκκλησίες θέσεις σε ψηλούς σκάμνους μάταιης και ανόητης επίδειξης όταν ειδικά στην εκκλησία, όλοι πρέπει μέσα στον οίκο του Κυρίου να είμαστε γονυπετείς ενώπιον της πνευματικής παρουσίας του Κυρίου, να μιλούν για δήθεν νόμιμες υπερβάσεις, εξαιρέσεις, απόρρητα προς όφελος τους, μέχρι και φακέλλους της υπηρεσίας να παίρνουν  στο σπίτι τους όταν αποχωρούν από θέση την στιγμή που οι φάκελλοι δεν είναι δικοί τους αλλά της υπηρεσίας δηλαδή της πατρίδα και της κοινωνίας έστω και αν αυτοί του συνέταξαν – μα αυτό δεν ήταν χρυσοπληρωμένη από το ταμείο του κράτους υποχρέωση τους προς την υπηρεσία άρα όχι προσωπικό τους κτήμα; – προστασία πολιτικής οντότητας, ασυλίες και προνόμια (δηλαδή προ-του νόμου) και δεν συμμαζεύεται;

Καταληκτικά, υπό αντικειμενικές προϋποθέσεις και εξ αντικειμενικών δεδομένων το βάρος απόδειξης μεταστρέφεται προς την αληθή κατεύθυνση του δικαίου, ήτοι αντιστρέφεται σε σχέση με τον νομικό κανόνα ότι ο ίδιος ο ισχυριζόμενος οφείλει να αποδείξει τους ισχυρισμούς του και επομένως  υποχρεούται να αποδείξει την μή ενοχή του.

Επομένως για να μιλάμε πλέον σωστά τα νομικά αφού αυτοί πολιτειακοί/πολιτικοί (τινές όχι όλοι) με την αξία τους πέτυχαν την αντιστροφή του τεκμηρίου προς τον εαυτό τους, τότε ας το χρησιμοποιήσουν τώρα  ώστε αυτοί να αποσείσουν το τεκμήριο της ενοχής ώστε οι ίδιοι να αποδείξουν την ΜΗ ενοχή τους. Μην τρελλαθούμε!  

Καταλήγοντας ερωτούμε επομένως: όλα αυτά τα τερτίπια είναι δυνατόν να τα αποδεχθεί η ψυχή και η συνείδηση ενός τίμιου ανθρώπου ο οποίος αγαπά το δίκαιο; Τα λίγα νομικά που κατέχει ο γράφων, από την φοίτηση του στην νομική Αθηνών δεν τον βοήθησαν ποτέ ώστε να μπορέσει να το κατανοήσει αυτό.

Όμως η ελπίδα και η πίστη στο δίκαιο δεν χάθηκε και ΠΟΤΕ δεν θα χαθεί.

Η δύναμη του δικαίου είναι ακαταμάχητη και ανίκητη από την ιδιοτέλεια και την κακία των ανθρώπων:

ευτυχώς για την ανθρωπότητα η αρχαία Ελλάδα της δώρισε το ΦΥΣΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ.

Η αρχαία Ελληνική διανόηση μέσα από τα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη διατύπωσε το πολιτικό δίκαιο όπερ ισχύει εις βιοτικήν κοινότητα ελευθέρων και ίσων ανθρώπων προς εξασφάλιση αυτάρκειας, ρυθμιζόμενον ή κατ’ αναλογία ή κατ’ αριθμόν,  και το οποίο διακρίνεται και αποτελείται από το:

–  νομοθετημένο (νομικό) δίκαιο: όπερ εδράζεται επί των συμβάσεων μεταξύ των ανθρώπων και διά τούτο δεν είναι πανταχού το αυτό,

–  το Φυσικό δίκαιο όπερ ισχύει πανταχού ανεξαρτήτως του αν θεωρείται καλό η κακό υπό των ανθρώπων.

Ας σκεφτούμε επομένως με οδηγό μας την απόλυτα εγγυημένη  δικαϊική αξία και την απόλυτη αμεροληψία του Φυσικού δικαίου ως πανταχού ισχύων:

Άρα για τα ως άνω θέματα(νομολογίας και κοινοδικαίου) που μας προβλημάτισαν τόσο πολύ για την ορθότητα τους— δεν θα πρέπει ο δικαστής προσηλωμένος μεν στην βάση των κανόνων της  δικονομίας και της απόδειξης(θετό δίκαιο) αλλά συνάμα ΕΛΕΥΘΕΡΑ και με την φωνή της συνείδησης του απολυτρωτικά να καταλήγει σε κρίση ΚΑΙ με βάση τους κανόνες του Φυσικού δικαίου και όχι απλά με τί θα του παραθέσουν οι αντιμαχόμενες πλευρές αλλά και το τι λένε κάποιες πονηρές ή έκδηλα άδικες διατάξεις οίτινες κατ’ επευφημισμό καλούνται τεχνικοί κανόνες;

Κατ’ επέκταση σκέφτηκε όμως ως όφειλε διπλά ήτοι έκανε τις δύο(1+1=2) απόλυτα αναγκαίες σκέψεις ο προωθήσας/συντάξας νομοθέτης τινές πονηρούς άρα άδικους  τεχνικούς κανόνες:

–        Σκέψη 1.  Ναι βεβαίως να υπερασπίσουμε τον κατηγορούμενο,

ΟΜΩΣ και την σύγκρουση –

–  Σκέψη 2. Άνθρωποι μου για να υπάρχει κατηγορούμενος υπάρχει και ΠΑΡΑΠΟΝΟΥΜΕΝΟΣ ο οποίος υπέστη αδικία εκ της παράνομης πράξης, ο οποίος ναι, τώρα ΖΗΤΕΙ δικαιοσύνη και στην θέση του μπορεί να βρεθούν/με όλοι κάποτε και ασφαλώς και ο ίδιος ο νομοθέτης συντάξας/ντες και ο δικαστής και ο δικηγόρος υπεράσπισης και ο εισαγγελέας;

Μήπως έφτασε η ώρα μέσα στα άβατα λιβάδια των πολύπλοκων και ενίοτε αλλήλοις συγκρουόμενων νομικών κανόνων,να ελεγχθούν όλες αυτές οι μέχρι τώρα ανέγγικτες από κριτική και έλεγχο ιερές αγελάδες για την ποιότητα και την αληθή ή μή αγνότητα του γάλακτος τους;

Τελειώνοντας τα περί «κκόμον λο» και τα περί της συντρεχούσης αξίας της «απόφασης» να καταγράψουμε ότι όλα έχουν μια αιτία:

αυτοί που εφεύραν το κοινοδίκαιο ήθελαν να καλύψουν τις ανάγκες των τότε δεδομένων στιγμών της τότε κοινωνίας:

Ο Ερρίκος ο Β΄, βασιλιάς της Αγγλίας επί της βασιλείας του 1154 -1189 μαζί με τον  Ερρίκο τον Γ΄ έθεσαν τις βάσεις/κανόνες και αρχές του «κκομον λό» τις οποίες και σφυρηλάτησε με κωδικοποίηση του δικαίου αργότερα ο Εδουάρδος ο Α΄ εξ ού επονομασθείς Ιουστινιανός  της Αγγλίας. Η αιτία και ο σκοπός: υπήρχε θέμα κάλυψης αναγκών του δικαίου, ας το πούμε εκσυγχρονισμός, βελτίωση, κωδικοποίηση, συγύρισμα.

Επομένως το κοινοδίκαιο ήταν μια προσπάθεια υλοποίησης της επιβεβλημένης ανάγκης της καλύτερης εφαρμοστικής μέσα από την κωδικοποίηση του δικαίου, έτσι ώστε επιτέλους να «υπάρξει τάξη» στην τότε νομική τάξη κατά την εφαρμογή του αλλά και για να γίνει καλώς/καλύτερα αντιληπτό από τον κόσμο. Ο αγώνας για την συστηματοποίηση της λογικής, της θεωρίας και της πρακτικής του δικαίου αναφορικά με την λειτουργία του, εγένετο με οδηγούς την εθιμική δράση της τότε κοινωνίας, των ηθικών της χαρακτηριστικών και των περί δικαίου απόψεων της και βεβαίως σε μεγάλο βαθμό από τους κανόνες που προέκυψαν και προέκυπταν από την δράση των δικαστηρίων.

Το κοινοδίκαιο ταξίδευσε μακράν πορεία μέσα στους αιώνες, δουλεύοντας εθιμικά   περιφραγμένο από τα «ττέλια» των  δικαστικών «αυθεντιών», στατικά και κλειστό στον εαυτό του χωρίς να στρέφει το βλέμμα στον ορίζοντα της ακαδημαϊκής συστηματοποίησης και της  προώθησης του επιστημονικού εκσυγχρονισμού. Άρα ήθελε βελτίωση.

Για ποιό λόγο όμως αυτό το σημειωτόν και ή μή προς τα εμπρός πορεία;

Θεωρούμε ως αιτία, όχι αυτό καθ’ εαυτώ το σύστημα – εξ άλλου ούτως ή άλλως το σύστημα θα κάλυπτε και θα έβλεπε μόνο τον εαυτό του, όπως ακριβώς συνέβη με την πλανεμένη άποψη των ανθρώπων που βρίσκονταν μέσα την σπηλιά του Πλάτωνα οι οποίοι έβλεπαν μόνο τις σκιές τους και όχι την πραγματικότητα – αλλά καθ’ ημάς η αιτία ήταν κατά το μάλλον «τεχνική». Ήταν η μή ύπαρξη  νομικών σχολών στην χώρα της γεννήσεως του κκόμονλο την Αγγλία, ώστε όλη η ακαδημαϊκή ομάδα, καθηγητές νομοδιδάσκαλοι φοιτητές και η εν γένει επιστημονικά συγκροτούμενη ακαδημαϊκή κοινότητα των πανεπιστημίων,  όλοι μαζί να ανάψουν τις δάδες του νομικού φωτός. Έτσι η ζωή και υπόσταση του «κκόμονλο» δρώσα στους αιώνες επί το πλείστον ως εξ εθιμικής μορφής πρακτικά εφαρμοστέο, δεν είναι τυχαίο που εκ της ιδρύσεως του αποκαλείται «εθιμικό δίκαιο». Ισχυρή απόδειξη μέσα από ιστορική αντίθεση: οι νομικές σχολές ανθούσαν στην Κωνσταντινούπολη σχεδόν χίλια χρόνια πριν τον Ερρίκο με αποτέλεσμα το Ελληνοβυζαντινό δίκαιο (ως μετεξέλιξη του Ελληνορωμαϊκού) να είναι από τον τρίτο αιώνα μ.Χ. (επί αυτοκράτωρα Ιουστινιανού) ήδη γραπτό, καλλιεργημένο και εξελιγμένο  μέσα από την δράση της πανεπιστημιακής νομικής διδασκαλίας και επιστήμης καθώς και ήδη άριστα κωδικοποιημένο στην πρακτική του εφαρμογή μέσα από τις «Ιουστινιάνειες νομοθεσίες», τις «Νεαρές», τους «Πανδέκτες», και τους «Τιπούκειτους» κώδικες.

Καταληκτικά, το κοινοδίκαιο εκ της φύσεως και προέλευσης του, της πηγής των ιδεών του και του τρόπου που δρά, δεν κατέχει το σωστό δικαϊκό υπόβαθρο ώστε να αποτελέσει μια (εκ του λαού) πρωτογενούς μορφής πηγή  δικαίου.

Πάρα πολύ απλά δεν είναι καρπός του νομοθέτη, άρα δεν είναι νόμος. Είναι προϊόν δικαστικής παραγωγής και προελεύσεως καθώς μέσα από ακόμη και την πιο χαλαρή νομική κρίση, θα θεωρείται ως εξ απαλών ονύχων επέμβαση της δικαστικής λειτουργίας στον τομέα της νομοθετικής αφού με την «απόφαση» τα δικαστήρια επιβάλλουν κανόνες παράγοντας  οιονεί νομοθετικό έργο.  Άρα το νομικό «στάτους» του «κκομον λό» δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια κατ’ οικονομίαν και κατ’ επικουρίαν εξ ανάγκης παρέμβαση στην(κατώτερη ιεραρχικά) δικαστική σκέψη και όχι πραγματική νομοτελεστική τακτική.

Κρίσιμης σύνδεσης και άλλο τόσο κρίσιμης σημασίας θέμα με τα ως άνω αποτελεί το κεφάλαιο της διάπλασης του δικαίου. Ας δούμε λίγα απλά θέματα για την δικαστική διάπλαση του δικαίου. 

Η Δικαστική διάπλαση και η εν γένει δικαιοπλαστική  καταληκτική για την εξέλιξη του δικαίου, λειτουργία των δικαστηρίων, εκ πρωτοδίκου, δευτέρου και εξ ανωτέρου ιεραρχικά βαθμού ήτοι η ολική δικαστική παραγωγή είναι δεδομένη ως επωφελής συνεισφορά προς το δίκαιο.

Πρέπει όμως να τηρούνται οι ισορροπίες:

η διάπλαση του δικαίου από τον δικαστή δεν είναι αναγκαστικά κακό, νοουμένου ότι υπόκειται σε όρια: ως κριτής των ανθρώπων ο δικαστής πρέπει να ανταποκριθεί στο κάλεσμα της δικαιοσύνης και να δώσει λύσεις και μάλιστα η δύναμη του θα φανεί εκεί όπου ο νομοθέτης δεν προνόησε εντός του νόμου για θέμα που αφορά την κοινωνία και την εν γένει θεματική κοινωνική συμπεριφορά. Μέχρι εκεί.

Σύνδεση απόφασης με το μέγεθος διάπλασης δικαίου.

Η προσήλωση και χρήση του δικαστικού προηγούμενου σε υπερβολικό βαθμό, με την  καταχρηστική δεσμευτικότητα του σε βαθμό ένταξης του έστω και πλαγίως, έστω και επικουρικώς στα πινάκια της νομοθεσίας υπό μορφή οιονεί νομοθεσίας, καταλήγει πλέον ότι η απόφαση διαπλάθει το δίκαιο μέσα από τον ανάλογο επίσης υπερβολικό αυτό βαθμό εφαρμογής και επίδρασης ως εκ νομοθεσίας, άρα λοιπόν υπάρχει υπερβολική δικαστική επίδραση/επήρεια στην λειτουργία προώθησης της δικαιοπλασίας δηλαδή υπάρχει υπερ-δικαιοπλασία.

Αυτή όμως η υπερβολή αποτελεί νομική παρεκτροπή, διότι καθήκον του δικαστή δεν είναι να διαπλάθει ως πρωτογενής γεννήτορας το δίκαιο, αλλά δευτερογενώς,  και κατ’ οικονομίαν μέσα από την συνήθη επιπτωτική ροή του δικαστικού αποτελέσματος.

Δεν επιτρέπεται στον δικαστή με την «κόψη» του σπαθιού της Θεάς Θέμιδας να  καταγράφει τρόπον τινά νόμους οι οποίοι κατ’ επέκταση αυτοί «νόμοι» να επηρεάζουν και κατευθύνουν διαπλαστικά το δίκαιο, αλλά απλά να περιορίζεται στην άσκηση και απονομή του δικαίου, επομένως η νομολογία δεν πρέπει να παρακάμπτει την ευθεία οδό προς την κατεύθυνση της απόδοσης και επίτευξης της διάπλασης του δικαίου σκαρφαλώνοντας πιό ψηλά από όσο της αρμόζει και πιέζοντας πιό πολύ από όσο δικαιούται τα πράγματα.

Αν δεχτούμε ότι ο δικαστής με αυτό που κάνει και παράγει, ολικά διαπλάθει το δίκαιο, σε βαθμό να ανοίγεται θεματικό κεφάλαιο οιονεί παραγωγής νομοθεσίας εντάσσοντας την ούτω στο «γίγνεσθαι» της νομοθεσίας, τότε σημαίνει παρήξε δίκαιο και νομοθεσία, δηλαδή δικάζοντας δεν εφάρμοσε απλά και μόνο το υφιστάμενο εκ των νόμων δίκαιο, αλλά υπερβαλλόντως αυτοσχεδίασε  και προχώρησε πολύ πέραν των ορίων του, άρα μοιραία οδηγούμαστε σε νομική παρέκκλιση μή ευδαιμόνου επέμβασης του στον τομέα της νομο-παραγωγής. Με απλά λόγια υπάρχει ορατή παρέμβαση της δικαστικής εξουσίας στο έργο της νομοθετικής. Επειδή όμως καθ’είς εφ’ώ ετάχθη, καθήκον των νομοθετών η λήψη προς τούτο, ευγονιστικών μέτρων περιοριστικής μορφής για προστασία της δικαιοσύνης.

Η διάπλαση και εξέλιξη του δικαίου είναι ευρεία έννοια – πολύ μεγάλο «πακέττο». Περνά μέσα από άπειρες συντεταγμένες και συνισταμένες και από όλους τους προς τούτο συνδεόμενους φορείς όλοι ταπεινοί ιεροφάντες της Θέμιδας το μεγαλοπρεπές της πέπλο: από τα πανεπιστήμια νομικής και την σκληρή δουλειά τους, την πανεπιστημιακή διδασκαλία ομού με την περί την φοίτησης τους συμβολή των φοιτητών νομικής, την νομική θεωρία, την εν  γένει νομική επιστήμη και τα όσα δίνει στην κοινωνία, τις νομικές μελέτες, γνωματεύσεις, δημοσιεύσεις, δημόσιες θέσεις απόψεις και δηλώσεις νομικής φύσεως, νομικά άρθρα νομικών και ακαδημαϊκών, την δουλειά των μαχόμενων δικηγόρων, την δουλειά και τους καρπούς της ολικής λειτουργίας των δικαστηρίων (με επιφύλαξη μέσα στα ως άνω όρια) της βουλής και του νομοθετικού της έργου πρωτογενούς και συμπληρωματικού και ασφαλώς μέχρι και στις επί τούτω εφαρμοστέες νομικές/κανονιστικές και άλλες πράξεις και διατάξεις δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου και επί τούτω εν γένει σχετικές αποφάσεις των εκάστοτε κυβερνήσεων.

Επειδή το θέμα του κεφαλαίου αυτού είναι ευρύτατο τόσο πολύ ως ένα δέντρο με πάρα πολλά κλαδιά και με ακόμη περισσότερα παρακλάδια και επιθυμώντας να προβούμε με τις ταπεινές μας αυτές σκέψεις σε όσο το δυνατό καλύτερη ανάλυση του θέματος ας δούμε αυτό το κλαδί:  το κλαδί της μαγικής νομικής φράσης –  ομοιόμορφη άσκηση δικαίου.

Κατά την άποψη μας πέραν της έγνοιας της μή (αρνητικό, δηλαδή να μην επιτραπεί) παρεκτρεπόμενης διάπλασης του δικαίου μέσα από την ροή του δικαστικού γίγνεσθαι, όλο το δικαστικό «ιερατείο» μονίμως πρέπει να αγωνιά ΚΑΙ για την ομοιόμορφη άσκηση του δικαίου.

Δηλαδή (πέραν της καθ’ εκάστην περίπτωση εξατομικευτικής θεώρησης) η δικαιοσύνη πρέπει να φέρει ομοίαν μορφή, ως ορατή και σιδηρά εγγύηση της εφαρμογής της αρχής της ισότητας και ισοκρισίας των κρινόμενων ανθρώπων.  Αναγκαία παρένθεση: με απόλυτη όμως προσοχή να μην πέσουμε στην παγίδα της καθ’ημάς πιό άδικης κρίσης στον κόσμο: ΠΟΤΕ να μην κρίνουμε με όμοιο τρόπο τους ανόμοιους και με ανόμοιο τρόπο τους όμοιους.

Ανατρέχοντας για το θέμα της ομοιόμορφης άσκησης του δικαίου μέσα από την ιστορία:

Κατά την μαρτυρία του αείμνηστου και καλού πατριώτη, τέως προέδρου του ανωτάτου δικαστηρίου Ανδρέα Λοΐζου το 1956, ενώ ήταν πταισματοδίκης στην Πάφο και συνάμα στην Πόλη Χρυσοχούς, τον κάλεσε με άλλους δικαστές ο Εγγλέζος αρχιδικαστής Hallinan για να τους μιλήσει αναφορικά με τα πλαίσια άσκησης του αποκοικρατικού ψευδονόμου περί εκτάκτου ανάγκης. Ο Ανδρέας Λοΐζου λέει  αυτολεξί τι τους είπε ο Εγγλέζος: ότι «έπρεπε να βάζουμε ομοιόμορφες ποινές γιατί κάποιοι  δικαστές για μεταφορά ας πούμε φυλλαδίων  έβαζαν πρόστιμο μία λίρα, άλλοι πέντε σελίνια και άλλοι ένα μήνα φυλακή».

Προκύπτουσα αναγκαία αναφορά από καθήκον μας προς την ιστορία:

Αποκαλέσαμε ανωτέρω τον Ανδρέα Λοΐζου «καλό πατριώτη». Βεβαιότατα και ήταν καλός πατριώτης, διότι ο Ανδρέας Λοΐζου, νεαρός πταισματοδίκης τότε εκτέλεσε θαρραλέα δύο πατριωτικά καθήκοντα προς την πατρίδα εν καιρώ αγώνα Ε.Ο.Κ.Α. 55-59.

–   Οταν ο Λοΐζου, μετέβει για τις ανωτέρω οδηγίες περί ομοιομορφίας των ποινών και ζητήθηκε η γνώμη του από τον αρχιδικαστή τότε ο  νεαρός Ανδρέας Λοΐζου είχε την τόλμη ως άνθρωπος και ως πατριώτης να πει στον Hallinan ότι:

 το πρόβλημα δεν είναι νομικό, αλλά πολιτικό και μόνο με πολιτική λύση μπορεί να λυθεί το πρόβλημα και όχι με τις ποινές.

–   Ήταν  λίγο μετά τα Χριστούγεννα του 1956 όταν ο δικηγόρος  Π. Γεωργίου ζήτησε να μιλήσει για ένα πολύ σοβαρό θέμα στον Ανδρέα Λοΐζου. Βρέθηκαν μετά από λίγο στο καφενείο (αν και ο Λοΐζου δεν το αναφέρει συλλογισμός δικός μας είναι ότι αυτό έγινε για λόγους ασφαλείας) και ο δικηγόρος Γεωργίου τον πληροφόρησε για βασανιστήρια που γίνονταν από τους Εγγλέζους στους κρατούμενους ήρωες Παλληκαρίδη και Ράφτη στο στρατόπεδο της Λίμνης, Πάφου. Επειδή  ο Λοΐζου δεν μπορούσε να προβεί με δική του πρωτοβουλία σε καταγγελία για το θέμα, ζήτησε από τον Γεωργίου να πάνε μαζί για καταγγελία στον Myftizate ώστε: να φανεί ότι αφού εξέτασα την περίπτωση προέβηκα σε παραστάσεις.

Έτσι ο νεαρός πταισματοδίκης Ανδρέας Λοΐζου, μετέβη με τον δικηγόρο Π. Γεωργίου στον Myftizate καταγγέλλοντας ότι οι Εγγλέζοι προέβαιναν σε φρικτά βασανιστήρια στους κρατούμενους ήρωες Παλληκαρίδη και Ράφτη στο χωριό Λίμνη της Πάφου. Ο Myftizate επικοινώνησε με την Πόλη (Χρυσοχούς) διασταύρωσε τα γεγονότα της αναφοράς Λοΐζου και Γεωργίου καταλήγοντας ότι όντως οι καταγγελίες ήταν αλήθεια. Αμέσως επικοινώνησε με τον εν Κύπρω αρχηγό της αποικιοκρατίας και τα βασανιστήρια σταμάτησαν.

Τις πράξεις αυτές του Ανδρέα Λοΐζου, ως θαρραλέα συμβολή του από το δικό του βήμα στον αγώνα για την λευτεριά της πατρίδας, τις έχει καταγράψει η ιστορία των Ελλήνων. Όπως οι πράξεις του κάθε πατριώτη με την εκτέλεση τους δεν ανήκουν  σ’ αυτόν αλλά στην ιστορία, έτσι και οι πράξεις αυτές του αείμνηστου Ανδρέα Λοΐζου επίσης δεν ανήκουν πλέον σ’ αυτόν, αλλά στην ιστορία και το όνομα του επάξια είναι καταγραμμένο στις σελίδες της ιστορίας των Ελλήνων στον αγώνα τους κατά των Εγγλέζων.

Επανερχόμενοι στην ομοιόμορφη άσκηση του δικαίου μέσα από την ομοιομορφία των αποφάσεων.

Απλό του δημοτικού (υποθετικό και αντίθετο) παράδειγμα όμως φωνακτό: φανταστήκατε το δικαστήριο Λεμεσού για π.χ. το τάδε τροχαίο αδίκημα (εξ αντικειμένου και πέραν της εξατομίκευσης της ποινής) να επιβάλλει χρηματικό πρόστιμο 100 και για το ίδιο ακριβώς αδίκημα το δικαστήριο Λάρνακας 500; Δεν θα τρέχουν όλοι Λεμεσό να τύχουν των …χαμηλών ποινών;

Δεύτερο παράδειγμα: αν για μια υπόθεση τραπεζικού δανείου με εξ αντικειμένου τα ίδια γεγονότα και τα ίδια νομικά χαρακτηριστικά π.χ. το δικαστήριο Αμμοχώστου αποδεκτεί ισχυρισμούς εναγομένου για επαχθείς όρους ένεκα καταχρηστικής ρήτρας καθώς επιβολή σκληρών, δυσανάλογων, επαχθών και παράνομων όρων σε συμβόλαιο ένεκα διαπραγματευτικής συμπεριφοράς λόγω δεσπόζουσας θέσης κ.λ.π. από πλευράς εναγόντων και ακυρώσει ως εκ τούτου την τάδε σύμβαση ενώ π.χ. το δικαστήριο Λευκωσίας για την ίδια υπόθεση πεί ότι όλα είναι εντάξει; Και μάλιστα αν οι εναγόμενοι στις υποθέσεις αυτές είναι φίλοι ή γείτονες άρα αστραπιαία θα μαθευτεί το αποτέλεσμα αυτό, θα μπορούμε τότε για ένα λεπτό να φανταστούμε από μια την απογοήτευση της κοινωνία μας προς την δικαιοσύνη και από την άλλη την επαγγελματική μας περηφάνια μας ως δικηγόροι;

Άρα το ζητούμενο: ομοιόμορφη άσκηση του δικαίου.

Τί είναι όμως και τί συγκροτεί  καταληκτικά η ομοιόμορφη άσκηση του δικαίου;

Απάντηση: της ευθυδικίας τον πυλώνα.

Τί είναι ευθυδικία;

Η σταθερή και δίκαιη κρίση!

Θα ακολουθήσει Μέρος 8.

Print Friendly, PDF & Email
Ετικέτες: , , ,